κ. Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, Τζιτζικώστα,
κ. Δήμαρχε Θεσσαλονίκης, Αγγελούδη,
κ. Πρόεδρε του ΑΣΕΠ, Παπαϊωάννου,
φίλτατε Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Δημήτρη Φινοκαλιώτη,
κ. Πρόεδρε του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μασούτη,
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι,
κυρίες και κύριοι,
Ποιος θα το έλεγε, στ΄ αλήθεια, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ότι μπορεί στην Ελλάδα να γινόταν ένα συνέδριο, που θα καλούταν να απαντήσει στο ερώτημα «αν το Δημόσιο μπορεί να γίνει ελκυστικός εργοδότης»
Θυμάμαι, πριν από 3 δεκαετίες, τον αείμνηστο πατέρα μου να λέει, ότι: «τούτη η χώρα θα προοδεύσει μόνον όταν ο γονιός πάψει να θεωρεί καλύτερο γαμπρό για την κόρη του τον δημόσιο υπάλληλο».
Δεν είχε, βέβαια, τίποτα εναντίον τους, αφού και ο ίδιος υπήρξε για πολλά χρόνια δημόσιος λειτουργός. Επεσήμαινε, όμως, με αυτόν τον τρόπο, την δημοσιομανία που χαρακτήρισε για πολλά χρόνια την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Σε μία χώρα που -κόντρα στις διεθνείς τάσεις- επίμονα διατηρούσε υπό κρατικό έλεγχο ξενοδοχεία, εργοστάσια ναυπηγεία, αεροπορικές εταιρείες, μέχρι τράπεζες, ασφαλιστικές και πολυάριθμες ΔΕΚΟ και τελικά συντριπτικό ποσοστό του εθνικού προϊόντος.
Καμία απορία, λοιπόν, για το πως αυτή η ανισορροπία στην οικονομική παραγωγική διαδικασία είχε αντανάκλαση στις επαγγελματικές επιλογές των ανθρώπων ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, και γιατί ο πρώτος εμφανιζόταν θελκτικότερος από τον δεύτερο, σε σχέση με τους όρους εργασίας, τις απολαβές, τις κατοχυρώσεις και αρκετά άλλα πλεονεκτήματα, που σταδιακά εξέπεσαν σε βαρίδια ενός δυσκίνητου και πλαδαρού Δημοσίου, χωρίς αξιολόγηση, κίνητρα παραγωγικότητας και προοπτικές εξέλιξης για τους ανθρώπους του.
Οι μνημονιακοί περιορισμοί δεν άλλαξαν τις ισορροπίες.
Την περίοδο 2010-2018 οι αμοιβές στον επιχειρηματικό τομέα μειώθηκαν σωρευτικά κατά 27%, ενώ στο δημόσιο κατά 18,4%. Συνεπώς, υπήρξε ένα χάσμα 8,6 μονάδων
Αντίθετα, την περίοδο από το 2019 έως και το 2022, η αύξηση στις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα ήταν πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τον δημόσιο.
Έτσι, το σύνολο των εξαρτημένων αμοιβών στον επιχειρηματικό τομέα αυξήθηκε σωρευτικά κατά 23,4%, ενώ της γενικής κυβέρνησης κατά 5,3%, χωρίς να υπολογίζονται οι σημαντικές αυξήσεις που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 2 χρόνια, σε μισθούς, επιδόματα, θέσεις ευθύνης, τριετίες κλπ
Επιπλέον, την αντίστοιχη περίοδο εφαρμόστηκαν σημαντικές φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις, που έδωσαν ώθηση στον ιδιωτικό τομέα, και προσέλκυσαν τον ενδιαφέρον νέων επαγγελματιών.
Η ανάπτυξη της οικονομίας προκάλεσε σημαντική μείωση στην ανεργία, που ενίσχυσε τις απολαβές των εργαζομένων, πέραν των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό.
Ιδίως μάλιστα σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως οι κατασκευές ή οι νέες τεχνολογίες, η εκθετική άνοδος, επέφερε ακόμα μεγαλύτερη μισθολογική βελτίωση.
Την ίδια ώρα, στο Δημόσιο, ο κανόνας 1 πρόσληψη για 1 συνταξιοδότηση, συγκράτησε την αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού, αν και υπήρξαν πολυάριθμες προσλήψεις σε συγκεκριμένους τομείς στην παιδεία, την ασφάλεια και την υγεία.
Προφανώς, λοιπόν, δεν είναι μόνο μισθολογικοί οι λόγοι που ανέτρεψαν την τάση προς το Δημόσιο, το οποίο σε μία ταυτόχρονη προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί και να βελτιώσει τις υπηρεσίες του προς τον πολίτη, έγινε πιο απαιτητικός εργοδότης.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο αποτέλεσμα στις 12.208 θέσεις που προκηρύχθηκαν από το 2019 έως και το 2022, εξαιρουμένης της 7Κ, ο αριθμός των αναπληρώσεων, δηλαδή επιτυχόντων οι οποίοι κλήθηκαν να αντικαταστήσουν εργαζόμενους που αποχώρησαν, να φτάσει στις 4.410.
Με πολλούς από τους υποψηφίους να βάζουν «δοκιμαστικά» τα χαρτιά τους σε περισσότερους διαγωνισμούς, αναζητώντας τη συμφερότερη επιλογή.
Το γεγονός αυτό έχει αναμφίβολα επίπτωση στην αντιμετώπιση των αναγκών, παρά την οργάνωση και τον εξορθολογισμό που επέφερε το άρθρο 51 του ν 4622/19, με τον ετήσιο προγραμματισμό του ανθρώπινου δυναμικού τη δημόσιας διοίκησης.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο παράδοξο, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, να μην αναλαμβάνει ο διοριστέος.
Να μην θεωρείται ελκυστικός εργοδότης το Δημόσιο.
Είναι, λοιπόν, εμφανώς κρίσιμο το ζήτημα που τίθεται στο 3 διεπιστημονικό συνέδριο που συνδιοργανώνει το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, με το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου και τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, για τη Διαμόρφωση της ταυτότητας εργοδότη στη Δημόσια Διοίκηση.
Για το πως, δηλαδή, θα γίνει το Δημόσιο εργοδότης συνειδητής επιλογής.
Και μάλιστα σε μία εποχή που το εργασιακό περιβάλλον αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, τόσο ως προς τα μέσα και τις τεχνολογίες, τον τόπο της απασχόλησης, τους χρόνους εργασίας.
Και είναι κρίσιμο γιατί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα και το επίπεδο του Δημόσιου Τομέα στην πατρίδα μας τις επόμενες δεκαετίες.
Σε μία χώρα που έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης, που εφαρμόζει ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό σχέδιο, που φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στην ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση, που καλείται να αντιμετωπίσει ποικίλες προκλήσεις στους τομείς της μετανάστευσης, της υγείας, της ασφάλειας, της άμυνας.
Που θέλει να αφήσει οριστικά πίσω της τις δομικές στρεβλώσεις και τις αγκυλώσεις.
Που δεν διακατέχεται από προκαταλήψεις για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, γνωρίζοντας ότι μόνο με ταυτόχρονη και ισόρροπη ανάπτυξη και των δύο, μπορεί η Ελλάδα να αναρριχηθεί και να γίνει ανταγωνιστική, εξασφαλίζοντας ένα ποιοτικό βιοτικό περιβάλλον για τους πολίτες της.
Οι πρωτοβουλίες που έχουν ήδη αναληφθεί, για την προσέλκυση των κατάλληλων στελεχών σε θέσεις ευθύνης, για την αντικειμενική αξιολόγηση των εργαζομένων, για την επιβράβευση της παραγωγικότητας, για την ενίσχυση των δεξιοτήτων και των γνώσεων των δημοσίων υπαλλήλων, παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, τον εξοπλισμό των υπηρεσιών με τεχνολογίες αιχμής, τη δραστική άρση της γραφειοκρατίας, είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλουν καθοριστικά στην αναβάθμιση του δημοσίου
Ο πρόσφατος νόμος του Υπουργείου Εσωτερικών, με τις αλλαγές που επέφερε στην επιλογή διοικήσεων, σηματοδοτεί την αλλαγή νοοτροπίας και ενισχύει το αίτημα για διαφάνεια και αξιοκρατία.
Σε συνδυασμό με τη στοχοθεσία και την αξιολόγηση, οικοδομείται ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις πολυδιάστατες προκλήσεις της εποχής και φυσικά στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Αντιλαμβάνομαι ότι καμία αλλαγή δεν είναι εύκολη, όμως για εμάς η απραξία δεν αποτελεί επιλογή.
Το 2025 θα είναι ακόμα μια χρονιά προσλήψεων και θα εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για στελέχωση των δήμων, ενώ θα απορροφηθούν οι 6.000 υπάλληλοι από τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
Είμαι βέβαιος ότι οι έγκυρες απόψεις που θα κατατεθούν για τα σημαντικά ζητήματα που θα απασχολήσουν τις εργασίες του συνεδρίου, θα εμπλουτίσουν τις φαρέτρες του νομοθέτη και της διοίκησης στην προσπάθεια για ένα καλύτερο κράτος που θα υπηρετεί αποτελεσματικότερα τον πολίτη.
Σας ευχαριστώ.