Χαιρετισμός του Υφυπουργού Εσωτερικών, αρμόδιου για θέματα Μακεδονίας και Θράκης, κ. Στάθη Κωνσταντινίδη στην τελετή της Ημέρας Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος

Konstantinidis_Olokaytoma_4

Η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι συνυφασμένη με το εβραϊκό στοιχείο, παρά τις κατά καιρούς πληθυσμιακές μεταβολές του.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πότε οι Εβραίοι πρωτοκατοίκησαν εδώ, σίγουρα όμως κατά τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια μιλούσαν ήδη την ελληνική γλώσσα.

Το επίσης βέβαιο είναι ότι η ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης τονώθηκε αριθμητικά και διαφοροποιήθηκε γλωσσικά,  πολιτιστικά και κοινωνικά, με τη μαζική εγκατάσταση Εβραίων που είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία το 1492. Των Σεφαραδιτών Εβραίων που εισήγαγαν στην πόλη τη γλώσσα τους –τα Ισπανοεβραϊκά-, την κουλτούρα, τα ήθη και έθιμά τους και τα μελωδικότατα σεφαραδίτικα τραγούδια τους.

Το 1668 μ.Χ. ο Εβλιγιά Τσελεμπί, Οθωμανός περιηγητής, μετράει στην πόλη 56 εβραϊκούς μαχαλάδες, έναντι 48 των μουσουλμάνων και 16 των χριστιανών. Σε αντίθεση, μάλιστα, με άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Θεσσαλονίκη η εβραϊκή κοινότητα συνυπάρχει αρμονικά με άλλες εθνότητες, συμμετέχοντας ενεργά στην εμπορική και οικονομική ζωή.

«Η Θεσσαλονίκη είναι ένας παράδεισος για τους Εβραίους», σημειώνει ο Σάμιουελ Κοξ, πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν φτάνει στην πόλη στα μέσα της δεκαετίας του 1880. «Τα παιδιά του Ισραήλ είναι παντού και ασκούν κάθε είδους επάγγελμα: τοιχοποιοί, κομμωτές, έμποροι μετάλλων, μεταποιητές ρούχων.».

Οι δύο πυρκαγιές που έπληξαν τη Θεσσαλονίκη, του 1875 και κυρίως του 1890, τραυμάτισαν την Ισραηλιτική Κοινότητα, η οποία την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη μεγαλύτερη ίσως ακμή της ιστορίας της. Το καθοριστικότερο όμως γεγονός που τη σημάδεψε κυριολεκτικά ήταν η πυρκαγιά του 1917, που κατέκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης και άφησε άστεγους 54.000 Εβραίους κατοίκους της.

Από την πυρκαγιά καταστράφηκαν, μεταξύ άλλων, τα διοικητικά κτίρια της κοινότητας και της αρχιραβινείας, 30 συναγωγές, οι εγκαταστάσεις αρκετών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και  η δημοφιλής Alliance Israelite Universelle.

Η μοναδική λύση για πολλούς Εβραίους της Θεσσαλονίκης, θύματα της καταστροφικής αυτής πυρκαγιάς, ήταν η  μετανάστευση. Οι περισσότεροι επέλεξαν  για προορισμό τους τη Γαλλία, απόφαση που εξηγείται αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν γαλλική παιδεία, εξαιτίας της παρουσίας της Alliance, ενώ αρκετοί κατευθύνθηκαν και στην περιοχή, όπου, λίγες δεκαετίες αργότερα, θα ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ.

Αυτό το δυσάρεστο κλίμα ήρθαν να  επιβαρύνουν μια σειρά από γεγονότα, που κατέληξαν στη θλιβερή ιστορία του εμπρησμού του εβραϊκού συνοικισμού «Κάμπελ». 

«Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της πόλης καταδίκαζε την οξύτητα που είχε δημιουργηθεί. Η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι πράγματι το βράδι της 29 Ιουλίου 1931 θα γίνονταν επιθέσεις σε εβραϊκούς συνοικισμούς και άρχισε να παίρνει πρόσθετα μέτρα για τη φύλαξή τους. Ωστόσο, την 30η Ιουλίου η Θες/νίκη ξύπνησε από τις φωνές των εφημεριδοπωλών.

Τα εβραϊκά μαγαζιά παρέμειναν κλειστά, η Συναγωγή «Μπεθ Σαούλ», καθώς και το κτήριο της Alliance, στο κέντρο της πόλης, φιλοξένησαν τους περισσότερους Εβραίους των συνοικιών που είχαν πληγεί από τις επιθέσεις.»

Δυστυχώς, το κακό είχε γίνει, και δεν έμελλε να ΄ταν το τελευταίο, δεν έμελλε να ‘ταν το τραγικότερο.

«Τα Σεφαραδίτικα τραγούδια ακούστηκαν για στερνή φορά σε μέρες σκοτεινές, σε κλειστά σπίτια, σημαδεύοντας τη στερνή στιγμή του αποχωρισμού από την αγαπημένη πόλη, τη στιγμή της εξορίας και του θανάτου.

Πώς έσβησε άραγε τούτος ο κόσμος;

Πού πνίγηκαν τόσα μεράκια;

Τι απόμεινε στους ελάχιστους που γύρισαν πίσω;

Είναι στιγμές που τούτη η πολιτεία φαντάζει σκληρή κι άσπλαχνη για κείνους που επιμένουν να θυμούνται» επισημαίνει ο συγγραφέας Αλμπέρτος Ναρ, με αφορμή το ξεκλήρισμα της εβραϊκής κοινότητας, στον πρόλογο της ανθολογίας των σεφαραδίτικων τραγουδιών που συγκέντρωσε.

Μέχρι το 1943 η Θεσσαλονίκη παρουσίαζε δυναμική εξωστρέφεια, είχε μια αύρα κοσμοπολιτισμού. Ήταν μια πόλη με διαμορφωμένη τη συλλογική ταυτότητα. Η ισραηλιτική κοινότητα θρήνησε το σύνολο σχεδόν των μελών της, μια και από τους 50.000 Έλληνες Θεσσαλονικείς Εβραίους, από τη θηριωδία του ναζισμού γλίτωσαν λίγοι κι επέστρεψαν περίπου 1950.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκαν ολοκληρωτικά δεκάδες βιβλιοθήκες, κειμήλια μεγάλης ιστορικής και συναισθηματικής αξίας, καθώς και οι σαράντα συναγωγές που υπήρχαν στην πόλη.

Οι ελάχιστοι επιζώντες των κρεματορίων του Άουσβιτς και Μπίρκεναου, μόλις επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη από τα κολαστήρια των ναζιστικών στρατοπέδων, ήρθαν αντιμέτωποι με δύο εγκλήματα που είχαν συντελεστεί από τους κατακτητές αλλά και διάφορους καιροσκόπους κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους. 

Το ένα αφορούσε τις περιουσίες των οριστικά χαμένων Ελληνοεβραίων της Θες/νίκης, όσο και των ελάχιστων που κατάφεραν να επιβιώσουν.

Το δεύτερο τη σύληση του κατεστραμμένου νεκροταφείου της ισραηλιτικής κοινότητας, που εκτεινόταν σε όλη την έκταση της σημερινής πανεπιστημιούπολης, με τις ταφόπλακες του οποίου επιστρώθηκαν, κατόπιν εντολής των γερμανικών αρχών, αλλά και με την ανοχή τοπικών παραγόντων, δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι. Ευτυχώς πολλοί συμπολίτες μας έβαλαν πλάτη και μετρίασαν τη οδυνηρή αυτή κατάσταση.

«Το μέγεθος της πραγματικής συμφοράς», γράφει ο Adorno «δεν επιτρέπει τη λήθη». Η δημόσια μνήμη της Θεσσαλονίκης, είτε θέλουμε είτε όχι, οφείλει να υπενθυμίσει στον διαβάτη της την παρουσία δεκάδων μνημείων και μεγάλων μορφών που συνδέονται με την ένδοξη ιστορία της Ισραηλιτικής Κοινότητας.

Ογδόντα και πλέον χρόνια μετά από τη σφαγή των Εβραίων συμπολιτών μας, δεν είναι πολλοί οι εν ζωή Σαλονικιοί -νεαροί τότε και υπερήλικες πια- που μπορούν να μαρτυρήσουν την αρμονική, τις περισσότερες φορές, συνύπαρξη ορθοδόξων και ισραηλιτών.

Χάνονται, ύστερα, ο ένας μετά τον άλλον αυτοί που ανατριχιάζουν όταν σκέφτονται την επιστροφή των λιγοστών Εβραίων στη γενέθλια πόλη, όλων αυτών που προσπάθησαν, στιγματισμένοι από το χτύπημα της υπέρτατης ύβρεως, να οικοδομήσουν μια νέα ζωή.

Αυτοί που με τις μαρτυρίες τους απέδωσαν το πραγματικό μέγεθος της φρίκης και της τραυματικής εμπειρίας και δεν επέτρεψαν την αλλοίωση της ιστορίας.

Αλλά όσο κι αν προσπαθεί  ο πανδαμάτωρ χρόνος και η ανθρώπινη φύση μας, να θάψουν στα βάθη του ασυνείδητου και της λήθης τα θλιβερά κι επώδυνα εγκλήματα της ανθρωπότητας, ευθύνη δική μας είναι να τα κρατάμε στη βασανιστική επιφάνεια της γνώσης και της ενσυναίσθησης, γιατί μόνο έτσι η βάσανος γίνεται λύτρωση, η απανθρωπιά νικιέται από τον ανθρωπισμό, ο ναζισμός από τη δημοκρατία, κι η εχθρότητα από την καταλλαγή και την ειρήνη.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να εκπονήσει, και ήδη επεξεργάζεται το περιεχόμενο ενός συνεκτικού Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την καταπολέμηση του Αντισημιτισμού .

Αυτό θα συστηματοποιεί πολλές δράσεις που ήδη πραγματοποιούνται επί σειρά ετών και θα προβλέπει νέες, με την εμπλοκή υπουργείων και άλλων φορέων, όπως προβλέπει και η πρώτη “Στρατηγική της Ευρ Ένωσης, 2021, για την καταπολέμηση του Αντισημιτισμού και την προώθηση της εβραϊκής ζωής”.

Παράλληλα, το Υπουργείο Εξωτερικών ορίζει συνεχώς, από το 2012, Ειδικό Εκπρόσωπο για την καταπολέμηση του Αντισημιτισμού και την προάσπιση της Μνήμης του Ολοκαυτώματος.

Στην Ελλάδα δεν είναι ανεκτές εκδηλώσεις Αντισημιτισμού και άλλων μορφών ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.

Το ελληνικό κράτος με πολλά νομοθετικά και άλλα μέτρα καταπολεμά τον Αντισημιτισμό και μεριμνά για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος, σε στενή συνεργασία με τους Εβραίους συμπολίτες μας, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος και τις κατά τόπους Ισραηλιτικές Κοινότητες.

Εδώ στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που στο παρελθόν χαρακτηρίσθηκε ως madre Israel, μητέρα του εβραϊσμού, η μνήμη είναι και θα παραμείνει παρούσα.

Ο ελληνικός λαός, που σε τόσες θυσίες υποβλήθηκε κάτω από τη ναζιστική κατοχή και τον πόλεμο, δεν ανέχεται να βεβηλώνονται μνημεία και χώροι που μαρτυρούν σήμερα τη φρίκη που έζησε η ανθρωπότητα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε όσα συνέβησαν, πρέπει να τα μαθαίνουμε και να τα ερευνούμε, για να μην τα ξαναζήσουμε.

Γι’ αυτό, είναι εθνικό καθήκον μας να περάσουμε τη μνήμη στις νέες γενεές.

Το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, η ανέγερση του οποίου βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ, θα συμβάλλει καθοριστικά σε αυτό.

Κι ας μην πλανιόμαστε, υπάρχουν ακόμα θιασώτες του ναζισμού και του αντισημιτισμού, κι αν δεν τολμούν να υπερασπιστούν δημόσια τις κτηνωδίες του παρελθόντος, καλλιεργούν συστηματικά τη ρητορική μίσους και σπέρνουν την έχθρα στο γόνιμο έδαφος της παραπληροφόρησης και της συνωμοσιολογίας.

Γι αυτό, αν πράγματι θέλουμε το ποτέ ξανά, να μην καταλήξει μία αφελής ευχή, πρέπει πάντα να συνοδεύεται από το καμία ανοχή

Αιωνία η μνήμη

Προηγούμενο άρθροΣυνέντευξη του Υφυπουργού Εσωτερικών, αρμόδιου για θέματα Μακεδονίας και Θράκης, Στάθη Κωνσταντινίδη στον Real Fm και τον δημοσιογράφο Τέρενς Κουίκ
Επόμενο άρθροΣτάθης Κωνσταντινίδης: «80 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, είναι εθνικό καθήκον μας να περάσουμε τη μνήμη στις νέες γενιές»