Στον χαιρετισμό της η κα Τζάκρη τόνισε τα εξής:
«Η ανασυγκρότηση και ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης αποτελούν τις τελευταίες δεκαετίες επιτακτική ανάγκη, καθολικά παραδεκτή. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από τον καθοριστικό ρόλο της Διοίκησης στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Στην Ελλάδα οι αλλαγές και η μεταρρύθμιση της Διοίκησης, λόγω των γνωστών προβλημάτων και των ελλείψεών της, συνιστούν ακόμη περισσότερο απαραίτητες διαδικασίες.
Χρειάζεται λοιπόν να τονίσουμε, μια και μιλάμε για τις αναγκαίες αλλαγές, το νέο ρόλο της Διοίκησης που αναγνωρίζεται πλέον από όλες τις χώρες. Η Δημόσια Διοίκηση, πρώτα και κύρια, πρέπει να «πλοηγεί» δηλαδή να καθοδηγεί, να διευθύνει και να εποπτεύει, εξυπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σχεδιάζει, να προγραμματίζει, να θέτει στόχους, να προβλέπει τις επιπτώσεις, να παρακολουθεί και να ελέγχει τα αποτελέσματα, να επιβλέπει, να προλαμβάνει δυσμενείς καταστάσεις και να παρεμβαίνει, όταν κρίνεται αναγκαίο.
Η Δημόσια Διοίκηση είναι δηλαδή ο μηχανισμός ενός κράτους «στρατηγείου», είναι ο στρατηγικός νους μιας κοινωνίας.
Επιπλέον με τη χρήση των νέων τεχνολογιών η σημερινή Διοίκηση έχει τη δυνατότητα να είναι μια «έξυπνη» Διοίκηση, να παρακολουθεί τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις, να πληροφορείται, να αξιολογεί και να αφομοιώνει την ενημέρωση και πληροφόρηση μετατρέποντάς τες σε γνώση.
Η διαμόρφωση και εφαρμογή δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων δεν μπορεί πλέον να είναι αποτέλεσμα μόνο της δράσης του κρατικού μηχανισμού.
Απαιτείται ο διαρκής και συστηματικός συντονισμός ενός πλήθους φορέων (Δημοσίων Υπηρεσιών, ιδιωτικών φορέων, φορέων δημόσιου χαρακτήρα αλλά ιδιωτικού δικαίου, κοινωνικών φορέων κ.λ.π.) που θα λειτουργούν με μορφή δικτύου, θα συνεργάζονται, θα ανταλλάσσουν πληροφορίες, θα συσχετίζουν και θα συγχρονίζουν τους στόχους τους, θα συνδυάζουν και θα πολλαπλασιάζουν τα αποτελέσματα των δράσεών τους. Είναι προφανές ότι μέσα από τις συνεργασίες και τις κοινές δράσεις η Διοίκηση «μαθαίνει» και ταυτόχρονα βελτιώνει την ποιότητα των προϊόντων της.
Η Διοίκηση για να σχεδιάσει και να εφαρμόσει καινοτόμες δράσεις οφείλει να αποχωρισθεί από τη βασική κυρίαρχη αντίληψή της, που είναι η τοποθέτηση της δικής της επιβίωσης πάνω από τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και των πολιτών που καλείται να αντιμετωπίσει. Αντίθετα θα πρέπει να εξετάσει πόσο χρήσιμες είναι οι υπηρεσίες της και πόσο προάγουν το κοινό όφελος.
Για να το πραγματοποιήσει αυτό η Διοίκηση, πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση είναι η εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων διοίκησης. Αναφερόμαστε στο σύστημα ολικής ποιότητας που περιλαμβάνει ένα σύνολο εργαλείων ποιότητας, με πρώτο το σύστημα της «διοίκησης μέσω στόχων» που ήδη από τις αρχές του 2004 οφείλουν να εφαρμόζουν όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί, σύμφωνα με το Ν. 3230.
Η στοχοθέτηση αποβλέπει στην προγραμματισμένη και στοχευμένη δράση και στην παραγωγή ποιοτικών αποτελεσμάτων, τα οποία προδιαγράφονται και στη συνέχεια παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των δράσεων.
Παράλληλα η «διοίκηση με στόχους» συνδυάζεται με τη μέτρηση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας Υπηρεσιών, μέσω της εφαρμογής συστήματος δεικτών. Είναι προφανές ότι η τοποθέτηση δεικτών και η μέτρησή τους οδηγεί στην παρακολούθηση και τον έλεγχο τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών αποτελεσμάτων.
Παρά το γεγονός ότι στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα είναι συνήθης η τοποθέτηση δεικτών που ελέγχονται μέσω της διαδικασίας της εκ των προτέρων και της εκ των υστέρων αξιολόγησης, στη συνολική δράση των Δημοσίων Οργανισμών η μέτρηση που αναφέρεται στην αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά τους, αποτελεί καινοτόμο ενέργεια, της οποίας η εισαγωγή έγινε μόλις το 2004 με τον προαναφερόμενο Νόμο.
Το δεύτερο σύγχρονο εργαλείο στη Δημόσια Διοίκηση, που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο του διήμερου συνεδρίου, είναι η Αυτοαξιολόγηση. Με το εργαλείο αυτό η αναγκαστική σύμπλευσή μας με τα κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα είναι δεδομένη. Πρόκειται για την εφαρμογή του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης που όλο και περισσότερο εφαρμόζεται στις Υπηρεσίες μας και προσελκύει το ενδιαφέρον των στελεχών της Διοίκησης.
Όπως είναι γνωστό, το 2000 στην Πρώτη Συνδιάσκεψη για τη Δημόσια Διοίκηση στη Λισσαβώνα παρουσιάσθηκε η πιλοτική εκδοχή του Κοινού Πλαισίου. Το Πλαίσιο αυτό αποτελεί εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει τους οργανισμούς του Δημόσιου Τομέα σ’ όλη την Ευρώπη να χρησιμοποιήσουν τις τεχνικές της διοίκησης της ποιότητας, ώστε να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους.
Το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης έχει τέσσερις κύριους σκοπούς:
1. Να εκφράσει τα μοναδικά χαρακτηριστικά του δημόσιου τομέα.
2. Να χρησιμεύσει ως εργαλείο για δημόσιες διοικήσεις που επιθυμούν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους.
3. Να αποτελέσει «γέφυρα» μεταξύ διαφορετικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται στη διαχείριση ποιότητας.
4. Να διευκολύνει τις συγκριτικές επιδόσεις μεταξύ οργανισμών του δημόσιου τομέα.
Στην πραγματικότητα της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης τα παραπάνω εστιάζονται στα εξής βασικά σημεία:
1) Στη διάγνωση για το πού βρίσκονται οι Υπηρεσίες μας με βάση τις μεγάλες πραγματικά απαιτήσεις των ευρωπαϊκών κριτηρίων ποιότητας.
2) Στη συνειδητοποίηση ότι ο προγραμματισμός, η εφαρμογή, η επιθεώρηση, ο έλεγχος, ο επανακαθορισμός των στόχων, η σύγκριση με άλλες Υπηρεσίες, η μάθηση από τη σύγκριση αυτή και η τροφοδότηση των υπηρεσιακών πρακτικών με τα νέα συγκριτικά στοιχεία, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις για οποιαδήποτε σωστά οργανωμένη δράση.
3) Στην παραδοχή ότι τα αποτελέσματα χωρίς μετρήσεις δεν μπορούν να έχουν τα εχέγγυα της εγκυρότητας και της αναγνώρισης και ότι πρέπει απαραίτητα τα αποτελέσματα των Υπηρεσιών να συνδέονται με τους στόχους για να διαπιστώσουν οι δημόσιοι φορείς τι πετυχαίνουν και τι όχι.
4) Στη γνώση ότι τα αποτελέσματα πρέπει να συνδέονται με την αποδοτικότητα και με τη χρηματοοικονομική τους διάσταση, και
5) Στην ανάγκη να καταλήξουν οι Δημόσιοι Οργανισμοί σε συγκεκριμένα μέτρα βελτίωσης που πρέπει να αναλάβουν να πραγματοποιήσουν για να αντιμετωπίσουν τις βασικές υστερήσεις τους. Και αυτό ακριβώς, δηλαδή η εφαρμογή μέτρων βελτίωσης, είναι το πιο σημαντικό κέρδος του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης.
Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η εισαγωγή και η εφαρμογή του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης στην Ελληνική Δημόσια Διοίκηση αποτελεί μια πραγματική καινοτομία, αφού η Διοίκησή μας ήταν ξένη απέναντι σ´ οποιαδήποτε μορφή εκτίμησης και αξιολόγησης του συλλογικού υπηρεσιακού της έργου, πέρα από τη γνωστή παραδοσιακή έκθεση αξιολόγησης του κάθε υπαλλήλου ξεχωριστά.
Γνωρίζω ότι στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έγινε και γίνεται ένα έργο πρωτοποριακό στη χρήση των σύγχρονων εργαλείων διοίκησης.
Οι εισηγητές πιστεύω ότι θα παρουσιάσουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό το έργο. Εκείνο που εγώ θέλω να τονίσω είναι το γεγονός ότι αποτελεί μεγάλη κατάκτηση η εφαρμογή της «στοχοθεσίας» επί πέντε συνεχή έτη στο σύνολο των 40 Υπηρεσιών της Περιφέρειας. Είναι μεγάλη κατάκτηση η εφαρμογή του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης σε 15 Υπηρεσίες της Περιφέρειας και μάλιστα σε 2 απ’ αυτές για δεύτερη φορά.
Η βράβευση της Περιφέρειας με το πρώτο βραβείο ποιότητας γι’ αυτές ακριβώς τις εφαρμογές στον περσινό 2ο πανελλήνιο διαγωνισμό του Υπουργείου Εσωτερικών απλώς επιβεβαιώνει αυτό που αναγνωρίζεται από όσους ασχολούνται με τα νέα εργαλεία διοίκησης: τον επιτυχή δρόμο που έχει διανύσει η Περιφέρεια στο δρόμο της ποιότητας με την καθοδήγηση του Τμήματος Ποιότητας και Αποδοτικότητας, που συνέλαβε, σχεδίασε και κινητοποίησε τις Υπηρεσίες σ’ αυτό το καινοτόμο έργο.
Χαίρομαι ιδιαίτερα για τη συμμετοχή εκπροσώπων Περιφερειών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα παρουσιάσουν τις δικές τους εμπειρίες. Η ανταλλαγή των πρακτικών βοηθά στη βελτίωση των δημοσίων διοικήσεών μας. Η προτεινόμενη στο Συνέδριο δημιουργία Δικτύου Ποιότητας Περιφερειών πιστεύω ότι αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο θεσμικό εργαλείο για να προχωρήσουν οι Περιφέρειες στο δρόμο της ποιότητας, της παροχής καλύτερων δημόσιων προϊόντων, στη βιώσιμη ανάπτυξη και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Το Υπουργείο Εσωτερικών και εγώ προσωπικά θα στηρίξουμε την προσπάθεια».