Ο ΥΜΑ-Θ Κ. ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΡΤΣΙΩΝΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΑΦΟΥ – ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ypes press002
ypes press002

Θέμα της ομιλίας: «Κυπριακό: Τελευταίες εξελίξεις»

Ο υπουργός Μακεδονίας – Θράκης κ. Νίκος Τσιαρτσιώνης, το απόγευμα της Πέμπτης 14 Οκτωβρίου 2004, παρέστη ως κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν οι δήμοι Καλαμαριάς, Κέρκυρας, Λαμίας, Μυτιλήνης, Πρέβεζας, καθώς επίσης ο δήμος Πάφου της Κύπρου με θέμα το «Κυπριακό – τελευταίες εξελίξεις».

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», με αφορμή τη σύσταση συνδέσμου – φορέα με την επωνυμία «Δίκτυο Πάφου – αδελφοποιημένων πόλεων της Ελλάδος».

Κατά την ομιλία του ο κ. Τσιαρτσιώνης τόνισε πως «η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει την προσήλωση και συνεχή υποστήριξή της στις προσπάθειες για την επίτευξη μιας συνολικής, συμπεφωνημένης, δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος, στη βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και του σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο και τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε. Στόχος μας είναι η επανένωση του Νησιού. Να δοθεί τέλος στο τελευταίο τείχος διαχωρισμού που εξακολουθεί να παραμένει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Να γίνει η Κύπρος γέφυρα συνεργασίας. Να απολαμβάνουν όλοι οι κάτοικοί της (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) τα πλεονεκτήματα της ένταξης του Νησιού στην Ε.Ε. Αυτός είναι ο στόχος μας. Και στο στόχο αυτό η Ευρώπη, ο ΟΗΕ και η Διεθνής Κοινότητα έχουν πολυσήμαντο ρόλο. Είμαστε σταθερά προσανατολισμένοι στην επιδίωξη συμφωνημένης, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού προβλήματος, στη βάση του σχεδίου Ανάν, η οποία να εγγυάται συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, για όλους τους κατοίκους του Νησιού. Αυτό το μήνυμα, “ειρήνη-σταθερότητα – ευημερία”, αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα της όλης διαδικασίας διεύρυνσης».

Ο υπουργός εξήρε τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για προκοπή και ανάπτυξη, χαρακτηρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία, υπόδειγμα κράτος με παγιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, πολιτική πολιτισμού και αναπτυξιακή δυναμική. «Παρά το δράμα τους, οι ελληνοκύπριοι δούλεψαν, πρόκοψαν, προόδευσαν. Δημιούργησαν μία οικονομία από τις πιο ακμάζουσες και σταθερές στην Ευρώπη και διεθνώς. Η “λαμπρή κατακλείδα” αυτής της εξέλιξης είναι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα ορόσημο στην πορεία της Μεγαλονήσου», είπε χαρακτηριστικά.

Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Τσιαρτσιώνης τόνισε πως η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. μπορεί να δημιουργήσει μια νέα δυναμική προσέγγισης και αρμονικής συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. «Η 1η Μαΐου δεν είναι το τέλος του δρόμου για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι σταθμός και αφετηρία για την ανάπτυξη μιας νέας αντίληψης, μιας νέας προοπτικής, μιας νέας προσπάθειας για την επανένωση του Νησιού», υπογράμμισε.

Όπως χαρακτηριστικά πρόσθεσε ο υπουργός: «Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της νήσου. Η ένταξη είναι εξίσου ελκυστική και για τις δύο κοινότητες στη νήσο και έχει τη δυνατότητα να διευκολύνει μια μελλοντική ομοσπονδιακή πολιτική δομή, εντός των ευρωπαϊκών κριτηρίων δημοκρατίας και κράτους δικαίου, στο πλαίσιο μιας ευημερούσας οικογένειας εθνών. Αναμφισβήτητα η ένταξή της λειτουργεί και ως “ασπίδα”, ως ένα πρόσθετο πλαίσιο ασφάλειας και ένα πρόσθετο βήμα για την προώθηση των αρχών που πρέπει να διέπουν τη λύση του Κυπριακού. Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, το Κυπριακό δεν αποτελεί απλώς και μόνο έναν απαράδεκτο αναχρονισμό, αλλά επιπλέον εξακολουθεί να αποτελεί έναν παράγοντα δυνητικής αστάθειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Έτσι, εκτός της ηθικής υποχρέωσης, η διεθνής κοινότητα έχει έναν επιπλέον λόγο για να συμβάλει στις προσπάθειες εξεύρεσης μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης».

Στην εκδήλωση μίλησε επίσης ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Θεόδωρος Θεοδώρου. Σκοπός του «Δικτύου Πάφου – αδελφοποιημένων πόλεων της Ελλάδος» είναι η προσπάθεια προβολής των εθνικών θεμάτων στο πνεύμα του ενιαίου ελληνισμού με σημείο αναφοράς την προώθηση μιας δίκαιης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού προβλήματος.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΥΜΑ-Θ

«Φίλες και Φίλοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Πριν από λίγες ημέρες όλος ο Ελληνισμός γιόρτασε την ημέρα Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας αποδίδοντας, παράλληλα, τον απαιτούμενο φόρο τιμής στους συνανθρώπους μας που αγωνίστηκαν για να θεμελιώσουν το ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος χωρίς να διστάσουν να θυσιαστούν στο «βωμό» της ελευθερίας.

Από την 1η Οκτωβρίου του 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία έδωσε τη δική της δύσκολη «μάχη» στο χρόνο. Πιο δύσκολη στιγμή αδιαμφισβήτητα το πραξικόπημα του 1974, το οποίο οδήγησε στα τραγικά επακόλουθα των τουρκικών εισβολών και της στρατιωτικής κατοχής του βόρειου τμήματος της νήσου μέχρι σήμερα. Αυτών των εισβολών που είχαν ως αποτέλεσμα σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του νησιού να είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

Από τότε μέχρι και σήμερα ο Κυπριακός λαός «πονά» και ο Απανταχού Ελληνισμός συμπάσχει στο ατέρμονο «βάσανο» που βιώνουν τα αδέρφια του στην Κύπρο. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τους 1000 και πλέον αγνοούμενους, τις λεηλασίες των περιουσιών, τις καταστροφές των μνημείων και του πολιτιστικού θησαυρού εννέα χιλιάδων χρόνων. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει, ούτε να αποδεχθεί την παράνομη στρατιωτική κατοχή που παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των Κυπρίων πολιτών.

Ωστόσο, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε η μεγαλόνησος, η Κυπριακή Δημοκρατία αποτέλεσε και αποτελεί υπόδειγμα σύγχρονου και αναπτυγμένου κράτους με παγιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς, με αξιοσημείωτο πολιτικό πολιτισμό και με αξιοζήλευτη αναπτυξιακή δυναμική. Παρά το δράμα τους, οι ελληνοκύπριοι δούλεψαν, πρόκοψαν, προόδευσαν. Δημιούργησαν μία οικονομία από τις πιο ακμάζουσες και σταθερές στην Ευρώπη και διεθνώς. Η «λαμπρή κατακλείδα» αυτής της εξέλιξης είναι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα ορόσημο στην πορεία της Μεγαλονήσου.

Η Κύπρος ήταν ανέκαθεν τμήμα της Ευρώπης, και συμμετέχει στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Είναι πλήρες μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 1961. Οι συμβατικές σχέσεις της με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα χρονολογούνται από το 1972, με την υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης. Ακολούθησαν 4 Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα και το 1987 ένα πρόσθετο Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης.

Η εισβολή του 1974 έπληξε την κυπριακή οικονομία. Περίπου 40% των Ελληνο-κυπρίων έγιναν άποροι πρόσφυγες. Τα κατεχόμενα εδάφη έπαιζαν μέχρι πριν το 1974 ζωτικό ρόλο στην οικονομία της νήσου: 70% των φυσικών πόρων της νήσου βρίσκονται στα κατεχόμενα εδάφη, όπως και 65% της τουριστικής υποδομής προ της εισβολής, 87% των υπό κατασκευή ξενοδοχειακών μονάδων, 56% της παραγωγής μεταλλευμάτων και λατομικών υλικών, 41% της ζωικής παραγωγής, 48% των γεωργικών εξαγωγών, 40% των σχολικών κτιρίων και ο λιμένας της Αμμοχώστου, από τον οποίο διαμετακομιζόταν το 83% του θαλάσσιου εμπορίου. Θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς ότι η οικονομία της χώρας θα χρειαζόταν δεκαετίες για να ανακάμψει. Αντιθέτως, μέσα από τη σκληρή δουλειά και την επιμονή, έλαβε χώρα ένα οικονομικό θαύμα.

Η 1η Μαϊου του 2004 μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος ιστορικός σταθμός για την Κυπριακή Δημοκρατία, μετά την ημέρα της ανεξαρτησίας της. Αναμφισβήτητα η ένταξή της λειτουργεί και ως «ασπίδα», ως ένα πρόσθετο πλαίσιο ασφάλειας και ένα πρόσθετο βήμα για την προώθηση των αρχών που πρέπει να διέπουν τη λύση του Κυπριακού.

Η ειρήνη, η δημοκρατία και η συνύπαρξη είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που συνιστούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτά θα πρέπει να γίνουν κτήμα ολόκληρου του Κυπριακού λαού.

Φίλες και Φίλοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Τριάντα χρόνια μετά την εισβολή και κατοχή του 37% του εδάφους της Κύπρου, η οποία κατέστησε πάνω από 200.000 κατοίκους της πρόσφυγες, τα προβλήματα παραμένουν άλυτα. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας εποχής, στην οποία ο σεβασμός και η συνεργασία μεταξύ των εθνών, και η δέσμευση για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου θεωρούνται κεφαλαιώδους σημασίας.

Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, το Κυπριακό δεν αποτελεί απλώς και μόνο έναν απαράδεκτο αναχρονισμό, αλλά επιπλέον εξακολουθεί να αποτελεί έναν παράγοντα δυνητικής αστάθειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Έτσι, εκτός της ηθικής υποχρέωσης, η διεθνής κοινότητα έχει έναν επιπλέον λόγο για να συμβάλει στις προσπάθειες εξεύρεσης μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης.

Το Κυπριακό είναι μία κλασική περίπτωση διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής ενός κράτους-μέλους των Ηνωμένων Εθνών από ένα άλλο κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Παρά το ότι εκδόθηκαν δεκάδες καταδικαστικά ψηφίσματα και αποφάσεις από τον ΟΗΕ, οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες αριθμούν 35 χιλιάδες άνδρες, παραμένουν. Η Κύπρος θεωρείται ως μία από τις πλέον στρατικοποιημένες περιοχές στον κόσμο.

Το Κυπριακό είναι επίσης περίπτωση κατάφωρης, συνεχούς και μαζικής παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, κατά παραβίαση των στόχων και αρχών του Χάρτη των Η.Ε. αλλά και των πλέον βασικών διεθνών κειμένων, στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών.

Πολλαπλές αποφάσεις των Η.Ε., συμπεριλαμβανομένων αυτών της Γενικής Συνέλευσης, του Συμβουλίου Ασφαλείας, της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Υποεπιτροπής για την πρόληψη των διακρίσεων και την προστασία των μειονοτήτων και της Επιτροπής για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, έχουν υιοθετηθεί κατά τη διάρκεια αυτών των 30 ετών, σχετικά με όλες τις πλευρές των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Αποτέλεσμα δεν υπήρξε.

Oι κάτοικοι του βόρειου τμήματος της Κύπρου εκφράζουν ολοένα και πιο ανοικτά την δυσαρέσκειά τους για την παρουσία των εποίκων και των στρατιωτών. Φοβούνται ότι ανατρέπεται η δημογραφική ισορροπία και ότι σε λίγα χρόνια οι αυτόχθονες τουρκοκύπριοι θα αποτελούν «μειονότητα». Ακόμη περισσότερο φοβούνται ότι οι σοβαρές πολιτικές αποφάσεις στο νησί δεν λαμβάνονται από τους δικούς τους πολιτικούς, αλλά θα υπαγορεύονται. Μάλιστα είναι γνωστό ότι πολλοί εγκαταλείπουν το νησί ως μετανάστες.

Τόσο στην ψηφοφορία στα κατεχόμενα τον Δεκέμβριο του 2003 όσο και στο δημοψήφισμα της 24/4/2004 οι έποικοι έλαβαν μέρος παράνομα στις αντίστοιχες ψηφοφορίες.

Προκαλεί ανησυχία η καταπίεση της ελευθερίας έκφρασης και αντιπολίτευσης προς το καθεστώς. Το Μάιο 2001, η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα “Avrupa” δέχθηκε βομβιστική επίθεση και λίγο αργότερα τα περιουσιακά της στοιχεία κατασχέθηκαν.

Τέσσερις δημοσιογράφοι της, μεταξύ των οποίων και ο εκδότης της κ. Sener Levent, φυλακίσθηκαν για 11 ημέρες για “κατασκοπεία”, ενώ ο ίδιος ο κ. Levent υποστηρίζει ότι συχνά δέχεται απειλές κατά της ζωής του. Επιπλέον, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν επιβληθεί περιορισμοί και απειλές, ώστε να μην έρχονται σε επαφή με ξένες πρεσβείες.

Ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός υποφέρει από απομόνωση. Το γεγονός ότι μόνο η Τουρκία αναγνωρίζει το ψευδοκράτος της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου” έχει μετατρέψει το βόρειο τμήμα της νήσου σε μία οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά απομονωμένη περιοχή.

 Εξαιτίας των περιορισμών της τουρκοκυπριακής “διοίκησης”, οι κάτοικοι εμποδίζονται από το να συμμετέχουν σε συνεταιριστικές δραστηριότητες. Είναι, δυστυχώς, πάμπολλα τα παραδείγματα μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων εκπαιδευτικών, αλλά και παιδιών, που εμποδίστηκαν να μεταβούν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νέους.

Στις “κοινοβουλευτικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2003 παρατηρήθηκε συνεχής και σταθερή “φαλκίδευση” των εκλογικών καταλόγων με προσθήκη εποίκων, διώξεις “του αντιπολιτευόμενου” τύπου κλπ.

Φίλες και Φίλοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Από το 1974, έχουν σημειωθεί πολλές προσπάθειες για επίτευξη λύσης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Ελληνοκύπριοι, θύματα της εισβολής του 1974, αναζητούν επίμονα μια άμεση λύση στο πρόβλημα και, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έχουν υιοθετήσει θετική και εποικοδομητική στάση και έχουν προβεί σε σημαντικές υποχωρήσεις.

Αυτές οι υποχωρήσεις, δυστυχώς, εκλήφθηκαν, από την άλλη πλευρά, απλώς ως δείγμα αδυναμίας και ως απόδειξη του ότι «η αδιαλλαξία αποδίδει καρπούς». Όλα αυτά τα χρόνια, συστηματικά υπονομεύθηκαν οι πρωτοβουλίες του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε., οδηγώντας τις σε αδιέξοδο.

Φαίνεται ότι τόσα χρόνια υπήρχε η επιδίωξη να αναγνωρισθεί το ψευδοκράτος, δηλαδή να παγιωθεί το status quo που προκλήθηκε με την εισβολή. Δεν υπήρξε πρόθεση να εξευρεθεί λύση στην κατεύθυνση μιας δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας.

Οι διπλωματικοί ελιγμοί περιελάμβαναν απλά την προοπτική δημιουργίας μίας χαλαρής συνομοσπονδίας, σε κάποια ακαθόριστη ημερομηνία, δύο ξεχωριστών κρατών που θα είναι ανεξάρτητα.

Η Ε.Ε. είχε επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις και οι συνομιλίες, στα πλαίσια των ΗΕ για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, είναι διαδικασίες που ενισχύουν η μία την άλλη.

Πράγματι, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της νήσου. Η ένταξη είναι εξίσου ελκυστική και για τις δύο κοινότητες στη νήσο και έχει τη δυνατότητα να διευκολύνει μια μελλοντική ομοσπονδιακή πολιτική δομή, εντός των ευρωπαϊκών κριτηρίων δημοκρατίας και κράτους δικαίου, στο πλαίσιο μιας ευημερούσας οικογένειας εθνών.

Αυτό το μήνυμα, “ειρήνη-σταθερότητα-ευημερία”, αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα της όλης διαδικασίας διεύρυνσης.

Είναι παράδοξο ότι η Τουρκία, ενώ είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, προσπάθησε να θέσει εμπόδια στην ενταξιακή προοπτική μιας άλλης υποψήφιας χώρας, της Κύπρου.

 Τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή πλευρά υποστηρίζουν την εφαρμογή πολιτικών που στοχεύουν στην περαιτέρω προσέγγιση των δύο κοινοτήτων. Εξετάζουμε υπό θετικό πρίσμα οιαδήποτε μέτρα που θα προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας και θα την φέρουν εγγύτερα στην Ε.Ε., υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν και δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως άμεση ή έμμεση διεθνής αναγνώριση των κατεχομένων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάσθηκε σειρά μέτρων υπέρ των Τουρκοκυπρίων τα οποία, αφού εγκρίθηκαν από το Κολέγιο Επιτρόπων στις 7 Ιουλίου 2004, υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο προς υιοθέτηση.

Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεξεργάζεται απόφαση σχετικά με τα εφαρμοστικά μέτρα για τον “Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής”.

Τόσο η Ελλάδα όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία υποστήριξαν, κατά το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 26ης Μαΐου 2004, την λήψη οικονομικής και εμπορικής φύσεως μέτρων υπέρ των Τουρκοκυπρίων.

Με τον Κανονισμό 866/2004 του Συμβουλίου, που υιοθετήθηκε στις 28-4-04, βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 10 της Συνθήκης Προσχώρησης (κανονισμός της πράσινης γραμμής) διαμορφώθηκαν οι αρχές βάσει των οποίων θα εφαρμοσθούν μέτρα διευκόλυνσης διακίνησης προσώπων και αγαθών από και προς τα κατεχόμενα.

Καθορίζεται με σαφήνεια το νομικό καθεστώς, που θα διέπει την πράσινη γραμμή, και κατοχυρώνεται ότι η πράσινη γραμμή δεν αποτελεί εξωτερικό σύνορο της Ε.Ε.. Με τον Κανονισμό αυτό διασφαλίζεται ο κεντρικός ρόλος της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας όσον αφορά την ευθύνη και τον έλεγχο των εν λόγω εμπορικών συναλλαγών. Τα προϊόντα που θα εισέρχονται στις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα θα πρέπει να συνοδεύονται από πιστοποιητικά του τουρκοκυπριακού εμπορικού επιμελητηρίου με τη θεώρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Φίλες και Φίλοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, η Ελλάδα υπεστήριξε όλες τις πρωτοβουλίες και προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας (Σχέδιο Αννάν) για την εξεύρεση μιας δίκαιης, λειτουργικής, βιώσιμης και διαρκούς λύσης στο Κυπριακό, σύμφωνα με τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και 1979.

Η Ελλάδα δεν θα φεισθεί προσπαθειών, συνεπικουρώντας τα ΗΕ, ώστε να τεθεί ένα τέλος, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, στην απαράδεκτη κατάσταση που υπάρχει στην Κύπρο.

Θα βρίσκεται επίσης σε στενή επαφή με άλλους διεθνείς παράγοντες, οι οποίοι επιθυμούν να βοηθήσουν στην εξεύρεση λύσης. Μια τέτοια λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού, διζωνικού και δικοινοτικού κυπριακού κράτους, με μία ενιαία κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα, όπως επίσης με μία ενιαία ιθαγένεια.

Η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα του κράτους αυτού θα είναι εξασφαλισμένες και οι θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των πολιτών του, καθώς και τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματά τους, θα είναι εγγυημένα.

Υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και κάθε προσπάθεια της Κυβέρνησής της που αποβλέπει στη σύγκλιση της γειτονικής Χώρας με το συνταγματικό, πολιτικό και οικονομικό, κοινοτικό κεκτημένο. Θέλουμε μια Τουρκία που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ευρωπαϊκές αρχές.

Στρατηγική επιδίωξή μας είναι

– η ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας, σε όλους τους τομείς.

 – η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων,

– η προσέγγιση των δύο κρατών και των δύο λαών.

Ταυτόχρονα, είμαστε σταθερά προσανατολισμένοι στην επιδίωξη συμφωνημένης, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού προβλήματος, στη βάση του σχεδίου Ανάν, η οποία να εγγυάται συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, για όλους τους κατοίκους του Νησιού. Πιστεύουμε ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. μπορεί να δημιουργήσει μια νέα δυναμική προσέγγισης και αρμονικής συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Η 1η Μαΐου δεν είναι το τέλος του δρόμου για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι σταθμός και αφετηρία για την ανάπτυξη μιας νέας αντίληψης, μιας νέας προοπτικής, μιας νέας προσπάθειας για την επανένωση του Νησιού.

Στόχος μας είναι η επανένωση του Νησιού. Να δοθεί τέλος στο τελευταίο τείχος διαχωρισμού που εξακολουθεί να παραμένει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Να γίνει η Κύπρος γέφυρα συνεργασίας. Να απολαμβάνουν όλοι οι κάτοικοί της (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) τα πλεονεκτήματα της ένταξης του Νησιού στην Ε.Ε. Αυτός είναι ο στόχος μας. Και στο στόχο αυτό η Ευρώπη, ο ΟΗΕ και η Διεθνής Κοινότητα έχουν πολυσήμαντο ρόλο.

Η ετυμηγορία του πρόσφατου δημοψηφίσματος επί του σχεδίου Ανάν δεν αποτελεί ανάχωμα, ούτε εμπόδιο.

Βεβαίως θέλαμε να βρούμε λύση. Ο πρώτος στόχος όμως, ήταν να διασφαλίσουμε ότι οι πολίτες της Κύπρου, πέρα από πιέσεις, εκβιασμούς, ή προσπάθειες καθοδήγησης, θα εξέφραζαν τη βούλησή τους.

Και νομίζω ότι σ’ αυτό συμβάλαμε. Συμβάλαμε, διότι δημιουργήσαμε ένα στοιχειώδες αίσθημα ασφάλειας, ότι δεν υπάρχει κανένας ο οποίος μπορεί να αναγκάσει τους ελληνοκύπριους να κάνουν κάτι που δεν θέλουν.

Καταλαβαίνουμε, βεβαίως, ότι υπάρχει απογοήτευση. Ακούμε και αυτούς που λένε ότι ίσως χάθηκε μια ευκαιρία. Όμως, αναλάβαμε έντονη διπλωματική προσπάθεια ώστε να περάσουμε το μήνυμα ότι, ακόμα και αν είναι έτσι, αξίζει να προσπαθήσουμε για μια άλλη ευκαιρία, να βρεθεί τελικά δίκαιη και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα.

Φίλες και Φίλοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Με την επίσημη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Μεγαλονήσου, που ελπίζουμε ότι θα συμβάλει σημαντικά στην επίλυση του χρονίζοντος πολιτικού προβλήματος, προς όφελος του συνόλου του πληθυσμού της.

 Η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει την προσήλωση και συνεχή υποστήριξή στις προσπάθειες για την επίτευξη μιας συνολικής, συμπεφωνημένης, δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής διευθέτησης του Κυπριακού ζητήματος, στη βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και του σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο και τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ. Και για αυτό θα εργαστούμε μέχρι την τελική δικαίωση.

Σας ευχαριστώ».

Προηγούμενο άρθροΟ ΥΜΑ-Θ Κ. ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΡΤΣΙΩΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΪΑΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Επόμενο άρθροΟ ΥΜΑ-Θ Κ. ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΡΤΣΙΩΝΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΟΥ ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ