Ομιλία της ΥΜΑΘ με θέμα “Σχέσεις Κράτους και Επιχειρηματικότητας – Ένα νέο Συμβόλαιο προς την Ανάπτυξη”

1484393346
1484393346

Η Υφυπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Μακεδονίας-Θράκης), κα Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, ήταν κεντρική ομιλήτρια στην εκδήλωση «Θεσσαλονικέων Επιχειρείν» του Συνδέσμου Θεσσαλονικέων, η οποία έγινε στις 18 Μαΐου 2016, στην Αθήνα, στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία. Το θέμα της ομιλίας* ήταν «Σχέσεις Κράτους και Επιχειρηματικότητας – Ένα νέο Συμβόλαιο προς την Ανάπτυξη».

Παρατίθενται χαρακτηριστικά σημεία της ομιλίας της Υφυπουργού:

[…] Η οικοδόμηση ενός μεταπολιτευτικού κράτους και μιας οικονομίας, όχι μόνο ως αναποτελεσματικών παραγόντων για την ανάπτυξη και την ευημερία, αλλά και ως υποχείρια συμφερόντων, οδήγησε στον εγκλωβισμό του δημόσιου διαλόγου, αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης, σε παραπλανητικά διλήμματα, σε δογματικές αντιλήψεις, σε ακρότητες και σε ψευτοϊδεολογήματα. Όλα αυτά λειτούργησαν υπονομευτικά και αποτρεπτικά σε κάθε προσπάθεια που είχε στοιχεία νεωτερισμού, σύγχρονης αντίληψης και πνεύμα σύμπραξης των παραγόντων που είναι φύση και θέση απαραίτητοι για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου που θα μας οδηγήσει στην ευημερία. Μέσα από αυτή την πραγματικότητα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ίσως ο μεγαλύτερος μύθος: Αυτός, της αέναης σύγκρουσης της οργανωμένης πολιτείας, δηλαδή του Κράτους, με την Επιχειρηματικότητα.



[…] Οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας είναι και μεγάλες και απαιτητικές. Οφείλουμε να σχεδιάσουμε και να οικοδομήσουμε εκ θεμελίων. Η αντιμετώπισή τους, επιβάλει, Επιχειρηματικότητα, που θα πληρεί τους όρους και την έννοια της λέξης, δηλαδή έμπνευση, καινοτομία, ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, και ένα Κράτος που εγγυάται την προστασία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όταν αυτή συναντά καταστάσεις που ξεφεύγουν από τις δυνατότητές του επιχειρηματία να τις αντιμετωπίσει. Ένα Κράτος επίσης, που θα μπορεί να ανοίξει επιχειρηματικές ευκαιρίες και δρόμους, σε τομείς που είναι δύσκολο να υπάρξει η καταρχήν παρουσία του ιδιώτη.



[…] Χωρίς καμία πρόθεση να μεταφέρω ένα υπερβολικό πνεύμα αισιοδοξίας, είναι ευδιάκριτο από όλους μας, πιστεύω, ότι για πρώτη φορά, έχουμε στη διάθεσή μας τα απαραίτητα στοιχεία και τα εργαλεία, που σε συνδυασμό με την πολιτική μας βούληση, θα επιτρέψουν και στη χώρα μας, την υγιή σχέση κράτους και επιχειρηματικότητας που απολαμβάνουν οι αναπτυγμένες οικονομίες. […]

 

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας της Υφυπουργού

Σχέσεις Κράτους και Επιχειρηματικότητας:

Ένα νέο Συμβόλαιο προς την Ανάπτυξη

(Ομιλία της Υφυπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης

(Μακεδονίας-Θράκης), Μαρίας Κόλλια-Τσαρουχά)

 

Καθώς γίνεται μεγάλη συζήτηση τα τελευταία χρόνια, για το κατά πόσο αυτές οι δύο έννοιες είναι συνεργατικές ή αντίρροπες και ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενό τους, θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω την ομιλία μου, ορίζοντάς τις, με κοινά αποδεκτούς για όλους μας όρους, όχι επιστημονικούς, αλλά περισσότερο πολιτικούς και κοινωνικούς.

Θα ξεκινήσω από την επιχειρηματικότητα. Είναι μια έννοια πιο περιορισμένη από το Κράτος, σίγουρα όμως αυθύπαρκτη και ουσιαστική, που πηγάζει από το αίσθημα δημιουργικότητας που συνοδεύει τον Άνθρωπο. Ιδωμένη μέσα από το κοινωνικό πρίσμα, είναι η προσπάθεια που κάνει ο καθένας μας, με τους συνεργάτες του, να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα το αντίτιμο της προσφοράς του. Στη μοντέρνα κοινωνία, θεωρείται, και πολύ σωστά, η βάση της Οικονομίας. Συναντά ως ιδέα και ως προσπάθεια, τον απόλυτο σεβασμό όλων μας. Μάλιστα, οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις, θεωρούν ότι ως πρόταση οργάνωσης της Οικονομίας, έχει αποδειχτεί  η πιο αποτελεσματική για κάθε συλλογική προσπάθεια.

Θα μου επιτρέψετε να μη μπω στη μεγάλη συζήτηση, αν αυτές οι εκτιμήσεις είναι σωστές ή όχι, γιατί απαιτείται προσεκτική επιστημονική έρευνα για να απαντήσουμε. Σε γενικές γραμμές όμως, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι όπου εφαρμόστηκε ένα κοινωνικό μοντέλο που τοποθετεί σε κεντρική θέση την επιχειρηματικότητα, τα αποτελέσματα ξεπέρασαν κάθε άλλη πρόταση, σε βαθμούς κοινωνικής ανάπτυξης και οικονομικού αποτελέσματος.

Στην άλλη πλευρά του θεωρητικού άξονα που σχηματίζουμε, για να μπορέσουμε να τοποθετηθούμε στη συνέχεια πιο ξεκάθαρα, βρίσκεται το Κράτος. Το Κράτος, σε ένα ιδεατό επίπεδο, σχηματισμένο μέσα από μια πραγματικά δημοκρατική οργάνωση της Κοινωνίας, είναι η έκφραση της συλλογικής μας οντότητας. Είναι η συνισταμένη θέληση που σχηματίζεται από όλους μας. Θέτει τα όρια και τους νόμους και διασφαλίζει την ειρηνική και παραγωγική μας συνύπαρξη. Είναι το τιμόνι που ορίζει την πορεία του συλλογικού μας καραβιού. Υπό αυτή την οπτική, τίποτα αρνητικό δεν μπορούμε να του προσάψουμε και όλοι αντιλαμβανόμαστε τη αναγκαιότητά του.

Βέβαια, θα πρέπει εδώ να αντιπαραβάλουμε και την πραγματικότητα όπως αυτή εξελίχτηκε. Δεν έχουν άδικο όλοι εκείνοι που παρατηρούν και καταγγέλλουν ότι, δια μέσου των αιώνων, και εξαιτίας των πολιτικών συστημάτων του παρελθόντος, που δεν ήταν δημοκρατικά, το Κράτος είχε εξελιχθεί ως το εργαλείο της μειονότητας που βρισκόταν στην εξουσία, και λειτουργούσε κυρίως ως μηχανισμός φορολόγησης των παραγωγικών πολιτών, ενώ αποδείκνυε την αναγκαιότητά του μόνο σε περιόδους πολέμου και συγκρούσεων με άλλα έθνη. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης το κράτος συνδέθηκε με τη διαφθορά. Και χαρακτηρίστηκε από τη σύγκρουσή  του, με τους πολίτες που απαιτούσαν περισσότερη ελευθερία. Βασική απαίτηση του Διαφωτισμού μάλιστα, ήταν η μεταφορά μεγάλου μέρους της Εξουσίας του Κράτους από τους Αξιωματούχους, στην Οικονομία, και αυτή ήταν η απαίτηση που οδήγησε τελικά στη δημιουργία της Αστικής Τάξης, και στον μοντέρνο δημοκρατικό κόσμο.

Θα ήθελα εδώ να τονίσω κάτι, το οποίο θα χρησιμοποιήσουμε παρακάτω. Η Δημοκρατία, εκτός από πολιτικό σύστημα, εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός ελέγχου της κρατικής ισχύος, που επιτρέπει πλέον τον συλλογικό έλεγχο του Κράτους και μετριάζει τα φαινόμενα διαφθοράς και αδικίας.

Επιτρέψτε μου, πριν προχωρήσω, να καταλήξω σε κάτι που νομίζω ότι το αποδεχόμαστε όλοι μας, και αποτελεί τη βάση μιας υγιούς πολιτικής σκέψης και λειτουργίας της κοινωνίας: Ότι αν λειτουργεί σωστά η Δημοκρατία και ο Νόμος, τα φαινόμενα που το Κράτος έχει κληρονομήσει από το παρελθόν, μπορούν να μετριαστούν στο ελάχιστο. Με την συλλογική προσπάθεια μας, από μηχανισμός «αφαίμαξης» του παρελθόντος μπορεί να γίνει επιχειρηματικό εφαλτήριο και σύμμαχός μας για το παρόν και το μέλλον. Απαιτείται φυσικά, η εξυγίανση της κοινωνίας μας, και η εκ νέου δημιουργία ενός νέου «συμβολαίου» με ξεκάθαρους και δίκαιους όρους. Για τη δημιουργία αυτού του «νέου συμβολαίου» στη χώρα μας, εργάζεται σήμερα η κυβέρνηση, ανταποκρινόμενη στην ισχυρή απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας.

Βέβαια, η συζήτηση και ο σχεδιασμός για την Ανάπτυξη, την οικονομική μεγέθυνση, την επιχειρηματικότητα, δεν μπορεί να γίνεται χωρίς να λαμβάνει υπόψη της, από τη μία, την ειδική συνθήκη που για έβδομο χρόνο βιώνει η Ελλάδα, και από την άλλη, τις συνέπειες στην Οικονομία και στην Κοινωνία, μιας αντίληψης αλλά και μιας πρακτικής, στη βάση της οποίας λειτούργησε η οικονομία και το Κράτος, τις τελευταίες τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες, αν περιοριστούμε στην μεταπολιτευτική περίοδο.

Είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ, με θάρρος και ειλικρίνεια, να αναδείξουμε τις αλήθειες, καταρρίπτοντας τους βολικούς μύθους, που μπορεί να εξυπηρέτησαν τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας μας, αλλά την οδήγησαν, χωρίς καμία άμυνα, στη ζοφερή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα του σήμερα. Η πολυεπίπεδη κρίση που ζούμε, πέραν των άλλων, λειτουργεί εξόχως αποκαλυπτικά, αναδεικνύοντας τη μεγάλη κατ’ αρχήν αλήθεια, ότι ο εχθρός μας βρίσκεται εντός και όχι εκτός των τειχών.  Και όταν σας μιλώ για εχθρό, δεν εννοώ ένα πρόσωπο που εύκολα θα ονοματίζαμε και θα του φορτώναμε τις ευθύνες ως βολικό αποδιοπομπαίο τράγο.

Η οικοδόμηση ενός μεταπολιτευτικού κράτους και μιας οικονομίας, όχι μόνο ως αναποτελεσματικών παραγόντων για την ανάπτυξη και την ευημερία, αλλά και ως υποχείρια συμφερόντων, οδήγησε στον εγκλωβισμό του δημόσιου διαλόγου, αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης, σε παραπλανητικά διλήμματα, σε δογματικές αντιλήψεις, σε ακρότητες και σε ψευτοϊδεολογήματα.  Όλα αυτά λειτούργησαν υπονομευτικά και αποτρεπτικά σε κάθε προσπάθεια που είχε στοιχεία νεωτερισμού, σύγχρονης αντίληψης και πνεύμα σύμπραξης των παραγόντων που είναι φύση και θέση απαραίτητοι για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου που θα μας οδηγήσει στην ευημερία.

Μέσα από αυτή την πραγματικότητα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ίσως ο μεγαλύτερος μύθος: Αυτός, της αέναης σύγκρουσης της οργανωμένης πολιτείας, δηλαδή του Κράτους, με την επιχειρηματικότητα. Του προσδόθηκαν μάλιστα -ψευδώς- και ισχυρά ιδεολογικά επιχειρήματα, για να μη φανεί η ανεδαφικότητα του, αλλά και να εγκλωβιστεί η Κοινωνία σε ένα ανύπαρκτο, διχαστικό δίλημμα.  Στη χώρα μας, δυστυχώς, κάποιοι, και κάποιες πολιτικές δυνάμεις, προσπαθούν και σήμερα να κρατήσουν ζωντανό αυτό το μύθο. Προσπαθούν να αποκρύψουν την αλήθεια που γνωρίζουμε πλέον όλοι μας. Θιασώτες ενός φιλελευθερισμού, αλλά και σοσιαλίζοντες, πέρα και πάνω από τις όποιες διαφορές επικαλούνταν, οικοδομούσαν επί δεκαετίες, μια ανορθόδοξη σχέση μεταξύ της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με το κράτος.

Κυρίες και κύριοι, δηλωτικό αυτής της αλήθειας είναι και το γεγονός ότι επιχειρείται μέχρι τώρα να μετατοπιστεί η συζήτηση για τα αίτια του προβλήματος που αντιμετωπίζει η οικονομία μας, μόνο στο αριθμητικό δεδομένο, ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου κράτους, αποφεύγοντας την ουσιαστική συζήτηση για το πώς θα έχουμε ένα αποτελεσματικό και λειτουργικό κράτος, ικανό να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και την κοινωνία ταυτόχρονα. Και ακριβώς εδώ πιστεύω, είναι ο πυρήνας της αλήθειας: Η υγιής σχέση μεταξύ του κράτους και της επιχειρηματικότητας.  Η αναγνώριση του γεγονότος ότι για την επίτευξη της οικονομικής ανάκαμψης, το Κράτος και ο Επιχειρηματίας είναι οι απαραίτητοι, αλληλοσυμπληρούμενοι και αλληλοενισχυόμενοι πυλώνες του εγχειρήματος.

Θα ήταν επίσης καλό να κοιτάξουμε και το διεθνή περίγυρο. Η κρίση που εκδηλώθηκε το 2008 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που μεταφέρθηκε κατόπιν στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε παντού, με πρωταγωνιστή το κράτος. Δεν είναι υπερβολικό πλέον να λέμε ότι επιχειρείται μια νέα προσέγγιση που επιδιώκει να αποκαταστήσει τις σχέσεις κράτους και επιχειρηματικότητας, ακόμη και στις πιο προωθημένες καπιταλιστικές χώρες.

Η υγιής σχέση μεταξύ κράτους και επιχειρηματικότητας που αναφέρθηκα, προϋποθέτει και από τις δύο πλευρές,  να έχουν η καθεμία από αυτές, τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να τη στηρίξουν. Είμαι βέβαιη, ότι και εσείς, όπως και εγώ, ενοχλούμαστε και αντιδρούμε στη συνέχιση ενός φαινομένου, όπου η σχέση κράτους και επιχειρηματικότητας, από τη μία, θα συνεχίσει να επηρεάζεται από την καχυποψία, και από την άλλη, θα επιδιώκεται να παραμείνει περιορισμένη, σε μια μονοσήμαντη και πιστεύω αναποτελεσματική, διεκδίκηση αποσπασματικών αιτημάτων.

Οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας είναι και μεγάλες και απαιτητικές. Οφείλουμε να σχεδιάσουμε και να οικοδομήσουμε, εκ θεμελίων.  Η αντιμετώπισή τους, επιβάλει, επιχειρηματικότητα, που θα πληροί τους όρους και την έννοια της λέξης, δηλαδή έμπνευση, καινοτομία, ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, και ένα Κράτος που εγγυάται την προστασία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όταν αυτή συναντά καταστάσεις που ξεφεύγουν από τις δυνατότητές του Επιχειρηματία, να τις αντιμετωπίσει. Ένα Κράτος επίσης, που θα μπορεί να ανοίξει  επιχειρηματικές ευκαιρίες και δρόμους, σε τομείς που είναι δύσκολο να υπάρξει η καταρχήν παρουσία του ιδιώτη. Αν αναφερθώ εδώ σε κάποια παραδείγματα, θα ονομάτιζα, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (απαραίτητος μοχλός ανάπτυξης), τα μεγάλα έργα υποδομών, τη στήριξη της καινοτομίας και την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

Επίσης, το Κράτος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα που ξεφεύγουν από τη λογική της επιχειρηματικότητας σε ενεστώτα χρόνο, αλλά σχετίζονται άμεσα μαζί της. Όπως το πολύ κρίσιμο, ιδιαίτερα για τη χώρα μας, ζήτημα, της υπογεννητικότητας και της πορείας γήρανσης του πληθυσμού. Μην απορείτε με αυτή την αναφορά μου, γιατί εκτός από τον προφανή εθνικό χαρακτήρα του ζητήματος, υπάρχει και η οικονομική παράμετρος, εξίσου σημαντική, που έχει να κάνει με τα μεγέθη της αγοράς, και το ανθρώπινο δυναμικό. Εξάλλου, οι οικονομίες υψηλών ταχυτήτων και υψηλών προδιαγραφών, απαιτούν νέους πολίτες, ανάλογου επιπέδου, και από τις δύο πλευρές της παραγωγικής διαδικασίας.

Τα παραπάνω παραδείγματα περιγράφουν το ειδικό επιχειρηματικό χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει ένα σύγχρονο κράτος, σε συνδυασμό με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι το Κράτος είναι αναντικατάστατος παράγοντας. Δεν μπορούμε να λειτουργούμε με λογική αποκλεισμού του, από το σύνολο μάλιστα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τις αντιλήψεις, ότι αποτελεί τροχοπέδη της οικονομικής εξέλιξης και της επιχειρηματικότητας, που πρεσβεύουν οι οπαδοί νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, η ίδια η ζωή και η πραγματικότητα τις έχει καταρρίψει, και είναι πλέον ξεκάθαρα ανεδαφικές και ξεπερασμένες. Και όπως έλεγε και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Θεωρητικής Επιστήμης του 20ου αιώνα, ο Ρίτσαρντ Φέινμαν,  «όταν οι θεωρίες μας συγκρούονται με την πραγματικότητα, τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι μάλλον οι θεωρίες μας έχουν το λάθος».

Κυρίες και κύριοι, η ουσιαστική μας αναζήτηση θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη  από δογματικές αντιλήψεις και να κατευθύνεται σ’ αυτό που στον τίτλο της ομιλίας χαρακτήρισα, ως ένα «νέο συμβόλαιο μεταξύ κράτους και επιχειρηματικότητας, προς την ανάπτυξη». Οφείλω να ομολογήσω, ότι είναι σχετικά δύσκολο, σήμερα, να διακρίνει κανείς πως, αυτά που ανέφερα δεν είναι απλώς στοιχεία της αντίληψης του πολιτικού μου φορέα, αλλά και στοιχεία της φιλοσοφίας που διέπει το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ακόμη όμως και σε ένα περιβάλλον που εξακολουθεί να μας επιβάλλει και –δεν φοβάμαι τις λέξεις– έστω και μικρές αλλά επιπλέον επιβαρύνσεις  στην οικονομική δραστηριότητα της ελληνικής αγοράς, είναι χαρακτηριστική η αλλαγή που πέτυχε η κυβέρνηση μας μέσα από τις νέες συμφωνίες.

Οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή των φορολογικών βαρών και η ολοκληρωμένη προσέγγιση αντιμετώπισης του εκρηκτικού προβλήματος στα ασφαλιστικά ταμεία, είναι μόνο οι απαραίτητες βάσεις, που μας βοηθούν για να απελευθερωθούμε, και να μπορέσουμε να εργαστούμε πάνω στα θέματα της ανάπτυξης. Εργαζόμαστε πλέον για την επαναφορά της ομαλότητας, για την αύξηση της ρευστότητας και για την ανάκτηση της διεθνούς εμπιστοσύνης, στοιχεία που θα επιτρέψουν την άρση των περιορισμών και των επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί στον επιχειρηματικό τομέα, και τα οποία είναι απαραίτητα για να σταθεί η ελληνική επιχειρηματικότητα στα πόδια της.

Για αυτό το λόγο εργαζόμαστε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αξιοποιώντας όλες τις συγκυρίες, για να καταφέρουμε να αντιστρέψουμε το δόγμα της λιτότητας, που υπονομεύει όχι μόνο τη δική μας Οικονομία, αλλά έχει οδηγήσει σε φθορά και τις οικονομίες των άλλων κρατών-μελών, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση την επιτυχία, συνολικά του ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Στο πεδίο αναθέρμανσης και επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, ξεκινήσαμε την αξιοποίηση των τριών βασικών χρηματοδοτικών μας εργαλείων, που είναι το ΕΣΠΑ, ο Αναπτυξιακός Νόμος και το “Πακέτο Γιουνκέρ”. Αυτά θα αξιοποιηθούν πλήρως και μέσα από τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με τη μεγαλύτερη δυνατή διάχυση κεφαλαίων, για να επιτύχουμε υψηλή προστιθέμενη αξία, για όλη την ελληνική επικράτεια και το αποφασιστικό χτύπημα της ανεργίας. Οι τέσσερις πρώτες δράσεις του ΕΣΠΑ, που μπήκαν ήδη σε φάση υλοποίησης, αποδεικνύουν τη μεγάλη στροφή που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση, ενισχύοντας μικρές και μεσαίες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Με τον ίδιο τρόπο ξεκίνησε και η αξιοποίηση του επονομαζόμενου πακέτου Γιουνκέρ, με την υπογραφή των πρώτων προγραμμάτων.

Εδώ επιτρέψτε μου να σας θυμίσω κάτι, που είναι ενδεικτικό της μεγάλης αλλαγής στη φιλοσοφία του οικονομικού σχεδιασμού: Σύμφωνα με τα στοιχεία κατανομής κονδυλίων του προηγούμενου ΕΣΠΑ, ένα ποσοστό που προσέγγιζε το 60% του συνόλου των κεφαλαίων (που ήταν 20,4 δις) είχε τότε δοθεί σε μονοψήφιο αριθμό κατασκευαστικών εταιριών. Ήταν μια κατανομή που αδιαφόρησε πλήρως για τους μικρομεσαίους, οι οποίοι αποτελούν, όμως, τον κορμό της οικονομίας μας. Τα συμπεράσματα τα αφήνω σε εσάς.

Στο νέο αναπτυξιακό νόμο, περιλαμβάνονται τα στοιχεία εκείνα για να αποτραπούν οριστικά αυτού του τύπου τα φαινόμενα.  Ιδιαίτερο βάρος δίνουμε στην ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διακρίνονται για την εξωστρέφειά τους, την καινοτομία τους και τη δυνατότητα αύξησης της απασχόλησης. Προτεραιότητα αυτή τη φορά έχει και η ενίσχυση των παραμεθόριων περιοχών. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να περνάει μέσα από τα χέρια μερικών κεντρικών εταιριών, αλλά απαιτεί τη συμμετοχή της Περιφέρειας, του κάτοικου της Ελλάδας που ζει σε περιοχές που έχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, αλλά μέχρι σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτες.

Στο επίπεδο των μεγάλων έργων υποδομής, ενδεικτικά θα αναφερθώ στο σχεδιασμό της σιδηροδρομικής Εγνατίας οδού, στην αναβάθμιση υποδομών σε όλη τη χώρα, στην ολοκλήρωση οδικών αξόνων όπως στη Δυτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, στη δημιουργία οργανωμένων μεγάλων διαμετακομιστικών έργων, και στις κάθετες οδικές συνδέσεις της Εγνατίας Οδού.

Πέραν αυτών, θα πρέπει να αθροίσουμε ότι στη στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας μπορούμε να υπολογίζουμε την εκ νέου παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ήδη με αποφάσεις της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, οι ελληνικές τράπεζες ενισχύουν τη ρευστότητά τους. Επίσης είμαστε σε αναμονή της υλοποίησης, της διατυπωμένης από τον κύριο Ντράγκι πρόθεσης, ότι με την ολοκλήρωση στο τέλος του μήνα της συμφωνίας, η χώρα μας θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ρευστότητας, στο οποίο ήδη συμμετέχουν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Τέλος, καταλυτική θα είναι και η διαφαινόμενη απομείωση του δημόσιου χρέους, που θα σημάνει και την οριστική έξοδο της χώρας από τον κύκλο της αβεβαιότητας και την επαναφορά μας στις αγορές.

Κυρίες και Κύριοι, χωρίς καμία πρόθεση να μεταφέρω ένα υπερβολικό πνεύμα αισιοδοξίας, είναι ευδιάκριτο από όλους μας, πιστεύω, ότι για πρώτη φορά, έχουμε στη διάθεσή μας τα απαραίτητα στοιχεία και τα εργαλεία, που σε συνδυασμό με την πολιτική μας βούληση, θα επιτρέψουν και στη χώρα μας, την υγιή σχέση κράτους και επιχειρηματικότητας που απολαμβάνουν οι αναπτυγμένες οικονομίες.

Ολοκληρώνοντας, και απευθυνόμενη σε εσάς τους επιχειρηματίες πρωτίστως, θα ήθελα να πω, πρώτον, γνωρίζω το περιβάλλον και τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες επιχειρείτε, και, ταυτόχρονα, σας συγχαίρω για τις αντοχές και τη δημιουργικότητά σας.  Αυτά αποτελούν και το εφαλτήριο όλων μας και είναι ο ασφαλής δρόμος που θα μας οδηγήσει στην ευημερία.

 



Προηγούμενο άρθροΔήλωση της ΥΜΑΘ για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
Επόμενο άρθροΧαιρετισμός της ΥΜΑΘ στην εκδήλωση “Το Μέλλον της Παραγωγικής Ελλάδας – Στρατηγικές και Προοπτικές για τις ΜΜΕ”