ΑΡΘΡΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΗ ΓΙΑ ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ypes press002
ypes press002

Φωτογραφία Νέου-Ανακοίνωσης

Στα 50 χρόνια που πέρασαν από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης μέχρι σήμερα, η πίστη στο όραμα της δημιουργίας μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα επιτελεί σημαντικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, ενισχύοντας παράλληλα την αναπτυξιακή προσπάθεια των κρατών- μελών της και την ευημερία των Ευρωπαίων πολιτών, έχει σίγουρα δικαιωθεί από την μέχρι σήμερα πορεία της, παρά το γεγονός, ότι οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις αυξάνονται διαρκώς και το ταξίδι προς τη ζητούμενη ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» συνεχίζεται. Τα χρόνια αυτά η Ευρωπαϊκή Ένωση μετέφερε σημαντικούς πόρους προς τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Με αυτούς υλοποιήθηκαν μεγάλα έργα, εκσυγχρονίστηκαν υποδομές, προωθήθηκαν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες αλλά και πολιτικές ενδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής.


Σε μια Ευρώπη που ταλαιπωρήθηκε από πολεμικές συγκρούσεις, από ψυχροπολεμικά τείχη, μισαλλοδοξία και φανατισμούς, η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης, φάνηκε από νωρίς ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το «όχημα» προς μια διαφορετική Ευρώπη, εξασφαλίζοντας όρους και κανόνες συνεργασίας, συνθήκες σταθερότητας και ειρηνικής συνύπαρξης, προοπτικές δημιουργικής πορείας χωρίς καταστροφικές παρενθέσεις.


Η σταδιακή διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια και φέτος ακόμη περισσότερο, με την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτήν ακριβώς τη διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως δύναμης προαγωγής της προόδου, μέσω του αλληλοσεβασμού και της ειρηνικής κοινής πορείας.


Αποτελεί σίγουρα μεγάλη τύχη για την Ελλάδα, το γεγονός ότι είχε στο «τιμόνι» της έναν μεγάλο οραματιστή, τον αείμνηστο εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή, που περίπου στα μισά αυτής της 50χρονης πορείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είχε την διορατικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα που χρειάστηκαν για να οδηγήσει την Ελλάδα στους κόλπους της τότε ΕΟΚ, δυόμιση δεκαετίες πριν ακολουθήσει η επόμενη βαλκανική χώρα.


Ήταν εκείνη η διορατικότητα, εκείνη η τόλμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που έδωσε στην Ελλάδα την ευκαιρία να διεκδικεί και σήμερα να επιτυγχάνει όσο ποτέ, ρόλο ηγέτιδας δύναμης στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη.


Μπορεί οι Έλληνες πολίτες, όπως και οι πολίτες άλλων κρατών μελών, να επιθυμούν μία ισχυρότερη και ιδιαίτερα μια αποτελεσματικότερη Ευρώπη. Το γεγονός όμως, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, σε ποσοστό άνω του 80% (βλ. Ευρωβαρόμετρο), θεωρεί ότι η χώρα μας έχει ωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί την μεγαλύτερη δικαίωση του ηγέτη που εμπνεύστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε την ένταξη της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη.


                Πρωταρχικός στόχος όλων, όταν μιλάμε για αποτελεσματικότητα της Ε.Ε., είναι η ευημερία των πολιτών. Και η ευημερία αυτή, προϋποθέτει την εξασφάλιση σταθερών οικονομιών, ικανών να παράσχουν ίσες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας, για κάθε Ευρωπαίο. Και φυσικά για κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου του 2005, οι ηγέτες της ΕΕ έθεσαν την ανάπτυξη και την απασχόληση στην πρώτη γραμμή των πολιτικών προτεραιοτήτων της. Η ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβόνας αποτέλεσε και μία νέα δέσμευση εκ μέρους όλων να κινητοποιηθούν για την υλοποίηση ενός θετικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.


Χρειάστηκε ένας Κώστας Καραμανλής και πάλι, για να ξαναμπεί η Ελλάδα σε σταθερή ευρωπαϊκή τροχιά χωρίς αλχημείες και να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Χρειάστηκε ένας Κώστας Καραμανλής, για να δρομολογήσει με ταχείς ρυθμούς, τις μεταρρυθμίσεις που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων έχει αντιληφθεί και συμφωνεί ότι απαιτούνται, για μπορέσει η χώρα να διεκδικήσει με αξιώσεις το μέλλον που της αναλογεί μέσα στο ενοποιημένο ευρωπαϊκό περιβάλλον που διαμορφώνεται.


Σ` αυτό το ενοποιημένο ευρωπαϊκό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναμένεται τα επόμενα έτη να τεθεί ενώπιον νέων προκλήσεων. Η πρόσφατη ένταξη  της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και η ευρωπαϊκή πορεία των λοιπών χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργούν ένα κλίμα ασφάλειας που αναμφισβήτητα επηρεάζει τις συναλλαγές, ενισχύοντας και τον ανταγωνισμό. Έναν ανταγωνισμό όμως, που δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως φόβητρο, αλλά ως κίνητρο βελτίωσης για κάθε κράτος-μέλος, ως πεδίο ευκαιριών για προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις, με αναπτυξιακές πολιτικές από πλευράς κεντρικής εξουσίας, αλλά και με οξυδερκείς πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα.


Όσον αφορά την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη νέα αυτή διεύρυνση, θεωρώ υπερβολικούς τους φόβους, για δυσκινησία που υποτίθεται ότι μπορεί να προκαλέσει η ένταξη νέων αντιπροσωπειών στα ευρωπαϊκά όργανα. Ήδη αποδείχτηκε, πως η προηγηθείσα προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών δεν είχε επιβραδύνει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.


Επίσης, διαψεύσθηκαν, οι φόβοι περί νέου τεραστίου κύματος εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη που θα κατάκλυζε τα πιο προηγμένα κράτη-μέλη. Η μετανάστευση εργαζομένων από την ανατολή προς τη δύση αποδείχθηκε περιορισμένη, καθώς σε σπάνιες περιπτώσεις έφθασε έστω και το 1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας υποδοχής. Αυτό συνέβη τόσο στις χώρες που επέβαλαν περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στις αγορές εργασίας τους όσο και σε αυτές που δεν επέβαλαν κανένα περιορισμό. Η παρουσία αυτών των εργαζομένων συνέβαλε στην αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού σε τομείς όπως η γεωργία και ο κατασκευαστικός τομέας. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 1% κατά μέσον όρο το 2005, τόσο στα νέα όσο και στα παλαιά κράτη μέλη. Η διεύρυνση λοιπόν, ευνοεί τη νόμιμη μετανάστευση, η οποία είναι ευκολότερο να ελέγχεται, ενώ το πραγματικό πρόβλημα σε πολλά κράτη μέλη είναι η λαθρομετανάστευση, κυρίως από χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ.


Στο μεταξύ, η Ευρώπη ως σύνολο, μοιάζει ή εκτιμάται από πολλές πλευρές ότι βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή, παρά την θετική της πορεία και την διεύρυνσή της. Η αίσθηση αυτή βασίζεται κυρίως στην μη ευόδωση της προσπάθειας υιοθέτησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.


                Αν και εκτιμώ πως αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί εντός της τρέχουσας Γερμανικής προεδρίας, το σίγουρο είναι πως σύντομα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να κάνει το κρίσιμο βήμα και να αποκτήσει το Ευρωσύνταγμα το οποίο συνδέεται άμεσα με τις υπόλοιπες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει:


  • Τη σύνταξη των κρατών μελών σε μια κοινή εξωτερική πολιτική, εκφρασμένη δια στόματος ενός κοινού Υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε.
  • Την διαμόρφωση κοινής πολιτικής Άμυνας κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, τα σύνορα της οποίας αποτελούν εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. σε μια ευαίσθητη περιοχή.
  • Το  άνοιγμα εκτός των «στενών» ευρωπαϊκών συνόρων που ήδη εξελίσσεται με την –σίγουρα μακρά- ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και το οποίο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό, από το κατά πόσον η ίδια η Τουρκία θα κατορθώσει να υποστηρίξει την πορεία αυτή, συμμορφούμενη προς το κοινοτικό κεκτημένο και τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία και τις σχέσεις μεταξύ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και βέβαια, την απάντηση στο ερώτημα: «Τι έπεται;» *
  • Την διαμόρφωση μιας κοινής στάσης στον οικονομικό και κατ` επέκταση πολιτικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, με τρόπο τέτοιο, που να εξασφαλίζεται και κυρίως να καθίσταται ορατή και αισθητή στους Ευρωπαίους πολίτες, η αυτονομία της Ευρώπης και η δύναμή της να αποφασίζει και να πράττει ανεξάρτητα από την βούληση του Λευκού Οίκου, είτε μιλάμε για αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων, είτε για τον ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία. Η Ευρωπαϊκή και η Αμερικανική Οικονομία, έχουν κοινούς τόπους και κοινά συμφέροντα. Ωστόσο η συνεργασία για την από κοινού προάσπιση των συμφερόντων αυτών, θα πρέπει να γίνεται με όρους ισοτιμίας. Οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η Γερμανίδα καγκελάριος κ. Άνγκελα Μέρκελ ενόψει της επόμενης συνάντησης κορυφής Ε.Ε.- ΗΠΑ τον Απρίλιο, για ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ έναντι του ανταγωνισμού των αναδυόμενων ασιατικών και άλλων αγορών, κινούνται στο σωστό πνεύμα και προς τη σωστή κατεύθυνση.
  • Την προστασία της διαφορετικότητας και των εθνικών πολιτιστικών ταυτοτήτων λαών της Ευρώπης, στο πλαίσιο μιας πορείας ακόμη ουσιαστικότερης πολιτικής ενοποίησης.


Ο δρόμος είναι μακρύς. Έχουμε όμως κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι, βλέποντας πόσο άλλαξε η φυσιογνωμία της Ευρώπης σε  50 χρόνια, αλλά και της Ελλάδας στα 26 χρόνια. Δεν είναι ψέμα, πως παρά την ώθηση που έδωσε στις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό κάθε κράτους-μέλους η Ευρώπη ως σύνολο, ως ενιαίος φορέας, εμφανίζει μια μεταρρυθμιστική κόπωση. Όμως, οι μεγάλοι στόχοι της επίτευξης της ειρήνης και της ασφάλειας στην ήπειρό μας έχουν υλοποιηθεί. Οι νέες γενιές δεν μπορούν καν να φανταστούν τις τραγικές καταστάσεις που ζούσε η ήπειρος πριν το μεγάλο επίτευγμα της ένωσης. Η απαισιοδοξία που διαπιστώθηκε από το Ευρωβαρόμετρο τον Μάιο του 2006 σε κάποιες χώρες, πηγάζει περισσότερο στις αυξημένες προσδοκίες και απαιτήσεις που έχουν πλέον οι πολίτες από την Ε.Ε. Κι αν τα επόμενα μεγάλα βήματα ξεκινούν από την υιοθέτηση ενός Ευρωσυντάγματος, σίγουρα δεν αρκεί η θεσμική μεταρρύθμιση της Ε.Ε. για να υποχωρήσει η απαισιοδοξία πολλών Ευρωπαίων Πολιτών. Χρειάζεται να δοθεί περισσότερο βάρος στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Με πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης, με πολιτικές που θα εξασφαλίσουν βιώσιμα ασφαλιστικά συστήματα, με δράσεις για την αντιμετώπιση της οργανωμένης εγκληματικότητας, της διαφθοράς, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.


Η Ενωμένη Ευρώπη, δεν είναι τόσο εύθραυστη όσο κάποιοι πιστεύουν και εκτιμώ ότι στα χρόνια που έρχονται θα το αποδείξει.

Προηγούμενο άρθροΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΕΣΒΗ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Επόμενο άρθροΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ