ΑΡΘΡΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ‘ΗΜΕΡΗΣΙΑ’, ΣΕ ΕΙΔΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

ypes press002
ypes press002

Η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ που γίνεται στα πλαίσια ενός προσεκτικού σχεδιασμού ενισχύει την ειρήνη, τη σταθερότητα, την ευημερία, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου σε όλη την Ευρώπη.

Η άλλοτε χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα Ευρώπη, έχει πλέον αφήσει οριστικά πίσω της τα φαντάσματα του ψυχρού πολέμου και ενοποιείται ουσιαστικά, προχωρώντας σε νέους δρόμους ανάπτυξης μέσω της συνεργασίας και του αλληλοσεβασμού.

Η από 1ης Ιανουαρίου ενσωμάτωση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενισχύει την πορεία αυτή, αλλά ενισχύει ταυτόχρονα και τον ανταγωνισμό. Έναν ανταγωνισμό όμως, που δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως φόβητρο, αλλά ως κίνητρο βελτίωσης για κάθε κράτος-μέλος, ως πεδίο ευκαιριών για προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις, με αναπτυξιακές πολιτικές από πλευράς κεντρικής εξουσίας, αλλά και με οξυδερκείς πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα.

          Η ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναμένεται τα επόμενα έτη να τεθεί ενώπιον νέων προκλήσεων, καθώς, όχι μόνο η ένταξη  της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και η ευρωπαϊκή πορεία των λοιπών χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργούν ένα κλίμα ασφάλειας που αναμφισβήτητα επηρεάζει τις συναλλαγές.

Η ελληνική οικονομία με γοργούς ρυθμούς προσανατολίζεται στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην καινοτομία. Καλείται  δε ν’ αποτελέσει την αιχμή του δόρατος στην ευρύτερη περιοχή. Η Βόρεια Ελλάδα, ως «πύλη» προς τις δύο αυτές χώρες, έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο να διαδραματίσει.

Η χώρα μας είναι ήδη ένας από τους πιο σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Βουλγαρίας και της, με τις εξαγωγές να εξελίσσονται με ιδιαίτερο δυναμισμό. Όποιος ρίξει μια ματιά στις αναλύσεις των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδος με τις δύο γειτονικές χώρες κατά τα τελευταία 15 χρόνια, θα διαπιστώσει ότι το ποσοστό συμμετοχής των δύο χωρών από κοινού στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών από 1,4% στο 1990 αυξήθηκε σε 8,8% στο 2005, ενώ η συμμετοχή τους στο σύνολο των ελληνικών εισαγωγών από 0,9% στο 1990 αυξήθηκε σε 2,4% το 2005.

Στο μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών αυτών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και της Ελλάδας, εμπλέκεται λογικά η Βόρεια Ελλάδα. Ο ικανοποιητικός, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, ρυθμός της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην προσπάθειά τους για σύγκλιση προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αποτελεί έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Οι ειδικοί, προβλέπουν ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία θα επιτύχουν την πραγματική σύγκλιση με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα της Ενωμένης Ευρώπης ως το 2017, αφού επιδεικνύουν ικανότητα προσαρμογής, αισθητά καλύτερη, από αρκετά εκ των 10 πρόσφατα ενταχθέντων νέων κρατών μελών. Σ` αυτό συμβάλει και η ουσιαστική προσπάθεια που καταβάλουν τα δύο αυτά κράτη, για να καταπολεμήσουν τα φαινόμενα διαφθοράς, που κληρονόμησαν από την μακρά ταραγμένη περίοδο που είχε προηγηθεί στα Βαλκάνια.

                Το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, συμμετέχει ενεργά σε όλες αυτές τις διαδικασίες, τόσο όσον αφορά την προσαρμογή των γειτονικών χωρών στα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στην ενίσχυση του κλίματος συνεργασίας, σε διμερές επίπεδο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε, ότι παραμεθόριος της Μακεδονίας και της Θράκης, είναι σήμερα το εξωτερικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα μετατραπεί από τον Ιανουάριο σε εσωτερικό σύνορο προς ένα άλλο κράτος μέλος, τη Βουλγαρία.

Με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα που ήδη έχει αρχίσει να δέχεται και να παρέχει πληροφόρηση, το Υπουργείο Μακεδονίας–Θράκης μετατρέπεται σε κόμβο ενημέρωσης Ελλήνων και ξένων επενδυτών, για τις ευκαιρίες δραστηριοποίησης, όχι μόνο στη Β.Ελλάδα, όσο και στη Ν.Α. Ευρώπη γενικότερα. Το Υπουργείο μας, επίσης, για πρώτη φορά υλοποιεί με επιτυχία ευρωπαϊκά προγράμματα της κοινοτικής πρωτοβουλίας INTERREG (Interact και Medocc), με εταίρους από τις Περιφέρειες της χώρας μας, Κύπρο, Βουλγαρία, Τσεχία, Γαλλία, Πορτογαλία και Ιταλία. Τα προγράμματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμβάλουν σ αυτήν ακριβώς την πορεία προσαρμογής των νέων μελών, ή των υπό ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση κρατών.

Με δεδομένο το γεγονός ότι σταθερή επιδίωξη της Κυβερνητικής πολιτικής είναι η αναβάθμιση του γενικότερου και πολυεπίπεδου ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Θεσσαλονίκη και γενικότερα η Β.Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, το Υπουργείο μας ανέλαβε έγκαιρα την πρωτοβουλία και κατέθεσε πρόταση για να δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη ένας υπηρεσιακός σχηματισμός σε επίπεδο Γραμματείας για θέματα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. Η πρόταση αυτή του Υπουργείου Μακεδονίας- Θράκης, όχι μόνο έγινε δεκτή, αλλά θυμίζω, πως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός από το βήμα της 71ης ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε την απόφαση για εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο ΥΜΑΘ, ενός Αναπληρωτή Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Το γεγονός αυτό, εξασφαλίζει προοπτικές καλύτερης συνεργασίας και στήριξης κάθε ελληνικής πρωτοβουλίας στις γειτονικές μας χώρες.

Όσον αφορά την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη νέα αυτή διεύρυνση, θεωρώ υπερβολικούς τους φόβους, για δυσκινησία που υποτίθεται ότι μπορεί να προκαλέσει η ένταξη νέων αντιπροσωπειών στα ευρωπαϊκά όργανα. Ήδη αποδείχτηκε, πως η προηγηθείσα προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών δεν έχει επιβραδύνει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ λειτουργούν κανονικά: τα νέα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμμετέχουν ενεργά στις πολιτικές ομάδες του· η Επιτροπή του προέδρου Barroso λειτουργεί αποτελεσματικά με 25 επιτρόπους· αλλά και οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κανονικά, όπως πριν από τη διεύρυνση.

Επίσης, διαψεύσθηκαν, οι φόβοι περί νέου τεραστίου κύματος εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη που θα κατάκλυζε τα πιο προηγμένα κράτη-μέλη. Η μετανάστευση εργαζομένων από την ανατολή προς τη δύση αποδείχθηκε περιορισμένη, καθώς σε σπάνιες περιπτώσεις έφθασε έστω και το 1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας υποδοχής. Αυτό συνέβη τόσο στις χώρες που επέβαλαν περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στις αγορές εργασίας τους όσο και σε αυτές που δεν επέβαλαν κανένα περιορισμό. Η παρουσία αυτών των εργαζομένων συνέβαλε στην αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού σε τομείς όπως η γεωργία και ο κατασκευαστικός τομέας. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 1% κατά μέσον όρο το 2005, τόσο στα νέα όσο και στα παλαιά κράτη μέλη. Η διεύρυνση λοιπόν, ευνοεί τη νόμιμη μετανάστευση, η οποία είναι ευκολότερο να ελέγχεται, ενώ το πραγματικό πρόβλημα σε πολλά κράτη μέλη είναι η λαθρομετανάστευση, κυρίως από χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ.

Θεωρώ λοιπόν, με βάση όλα τα παραπάνω, ότι η ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την 1η Ιανουαρίου του 2007, αποτελεί για την Ελλάδα μια ευκαιρία περαιτέρω ενίσχυσης του περιφερειακού πρωταγωνιστικού της ρόλου γενικότερα στη Ν.Α. Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ειδικότερα για τη Βόρεια Ελλάδα, δημιουργεί ευκαιρίες ενίσχυσης της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας με γρήγορα αποτελέσματα.

Προηγούμενο άρθροΗ “ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ” ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ ΜΕ ΒΡΑΒΕΙΟ ΦΟΡΗΤΟΥΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ
Επόμενο άρθροΑΜΕΣΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΥΜΑΘ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟ