‘Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΛΑΜΠΡΟ ΜΕΛΛΟΝ ΩΣ ΓΕΦΥΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ’ – Αρθρο του ΥΜΑΘ Θ. Καράογλου στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ

ypes press002
ypes press002

ΑΡΘΡΟ ΥΜΑΘ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ 77η ΔΕΘ

H ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΛΑΜΠΡΟ ΜΕΛΛΟΝ ΩΣ «ΓΕΦΥΡΑ» ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ

Η συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αποτελεί αφορμή για μια ιστορική αποτίμηση του παρελθόντος της πόλης και δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεκινήσει μια μακρά και ενδελεχής συζήτηση για το μέλλον της.
Πόλη «γέφυρα» ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, η Θεσσαλονίκη διαθέτει λαμπρό παρελθόν, αξιόλογο παρόν και μπορεί να έχει πλούσιο μέλλον.
Χάρη στη γεωστρατηγική της θέση, αναδείχθηκε σε «σταυροδρόμι» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αποτέλεσε εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο και ανέπτυξε δυναμική οικονομική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Το λιμάνι, η κλωστοϋφαντουργία, το εμπόριο καπνού, την ανέδειξαν σε σημείο αναφοράς, ενώ μετά τη Μικρασιατική καταστροφή περισσότεροι από 100.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αυτή, επιδρώντας θετικά στην τοπική οικονομία.
Αφήνοντας πίσω της την περίπου τετραετή γερμανική κατοχή (9 Απριλίου 1941- 30 Οκτωβρίου 1944), η Θεσσαλονίκη  ανασυγκροτήθηκε.

Η δυναμική που της προσέδωσε η διοργάνωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με την πολύπλευρη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα  που αναπτύχθηκε στην ευρύτερη περιοχή, την κατέστησε οικονομικό και κοινωνικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας.

Ειδικότερα τις δεκαετίες 1960 και 1970, η Θεσσαλονίκη υποδέχτηκε μια σειρά μεγάλων επενδύσεων οι οποίες, πέρα από τις νέες θέσεις εργασίας που προσέφεραν, ενίσχυσαν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Ακολούθησαν χρόνια γόνιμα.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 οι δείκτες της τοπικής οικονομίας ήταν θετικοί, η κίνηση στο λιμάνι και το αεροδρόμιο αυξανόμενη, με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί ο μύθος της «νέας Μητρόπολης» των Βαλκανίων.
Η συνέχεια, ωστόσο, δεν ήταν ανάλογη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιχειρήσεις της μεταποίησης, οι οποίες αν και κατά το παρελθόν αποτέλεσαν τη «ραχοκοκαλιά» της τοπικής οικονομίας, σταδιακά άρχισαν να εγκαθίστανται σε γειτονικές Βαλκανικές χώρες.
Χρόνο με το χρόνο η Θεσσαλονίκη έπαψε να θεωρείται θελκτική για επενδύσεις, η αποβιομηχάνιση αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο και μοιραία ακολούθησε η οικονομική αποδόμηση της Βόρειας Ελλάδας.
Σήμερα η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση δημιουργεί πρωτοφανείς πιέσεις τόσο στην τοπική όσο και στην εθνική οικονομία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, η Θεσσαλονίκη να αγωνίζεται και πάλι, αυτήν τη φορά προκειμένου να αποτινάξει από πάνω της την έλλειψη ανταγωνιστικότητας που τη χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια.
Το παρελθόν οφείλει να είναι διδακτικό, για αυτό και οι αναξιοποίητες ευκαιρίες του παρελθόντος μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν πολύτιμο οδηγό για το μέλλον.

Όπως για ολόκληρη τη χώρα, έτσι και για τη Θεσσαλονίκη, ο δρόμος εξόδου από την κρίση και την παρατεταμένη ύφεση περνά μέσα από την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών.
Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη οφείλει να αναβαθμιστεί.
Εκμεταλλευόμενη σωστά τη στρατηγική γεωγραφική της θέση, προτάσσοντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και επαναπροσδιορίζοντας την ταυτότητά της, θα πρέπει να αποκτήσει νέο βηματισμό και να «συστηθεί» εκ νέου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Επειδή, όμως, το παρόν και το μέλλον μιας πόλης, μιας περιοχής, συναρτάται με την ισχύ του κράτους στο οποίο βρίσκεται, βασική ευθύνη της Πολιτείας οφείλει να είναι η υλοποίηση ενός συγκεκριμένου σχεδίου δράσης, το οποίο θα βασίζεται στο δίπολο ανταγωνιστικότητα και καινοτομία.

Μόνο αν δώσουμε στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, τα απαιτούμενα εφόδια να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που δημιουργούνται, θα μπορούμε να μιλούμε για κοινωνική συνοχή και ισότητα ευκαιριών.
Καλύπτοντας το χαμένο έδαφος και αποκτώντας μια νέα δυναμική, η Θεσσαλονίκη μπορεί να αποτελέσει ισχυρό πόλο οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων εντός και εκτός συνόρων. 
Για αυτό και η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται σήμερα ισχυρή κρατική δομή, ισχυρό Υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης.
Η επαναλειτουργία του ΥΜΑΘ εξυπηρετεί όχι μόνο εθνικούς σκοπούς, αλλά κυρίως την ανάπτυξη, η οποία θεωρείται και είναι το κύριο ζητούμενο για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης.
Έτσι θα υποβοηθηθούν η επιχειρηματικότητα, οι επενδύσεις και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην ανάγνωση των προγραμματικών θέσεων της Κυβέρνησης αναφέρθηκα ευθύς εξαρχής στην ανάγκη το νέο Υπουργείο να διαθέτει ουσιαστικές αρμοδιότητες, οι οποίες θα ενισχύουν την οικονομική εξωστρέφεια και θα αναβαθμίζουν το γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. 
Πολύτιμο σύμμαχο σε αυτήν την προσπάθεια αποτελεί η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, η οποία προσδίδει μια ιδιαίτερη δυναμική στην πόλη.

Αναμφίβολα, τις ημέρες διεξαγωγής της η πόλη μας αποτελεί την «καρδιά» των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Το ζητούμενο, ωστόσο, θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη όλων εκείνων των μηχανισμών που θα διατηρούν τη Θεσσαλονίκη στο οικονομικό και επενδυτικό ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Η αναβάθμιση του θεσμού της Δ.Ε.Θ. και του λιμανιού, η όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του αεροδρομίου «Μακεδονία» και η αναβάθμιση όλων των φυσικών πλεονεκτημάτων της Θεσσαλονίκης, μπορούν να την καθιερώσουν σε εμπορική «πύλη» της Ευρώπης.
Άλλωστε η Θεσσαλονίκη μας ανέκαθεν καμάρωνε για τη γεωγραφική της θέση.
Το μόνο που χρειάζεται είναι να σταθούμε όλοι στο ύψος των περιστάσεων και να αγωνιστούμε από κοινού για μια σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Μια Θεσσαλονίκη απαλλαγμένη από τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας, μια Θεσσαλονίκη που θέλει να μπορεί να αποτελέσει το οικονομικό και επιχειρηματικό επίκεντρο της Μεσογείου.
Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να τα καταφέρουμε.

Θεόδωρος Γ. Καράογλου
Υπουργός Μακεδονίας και Θράκης 

Προηγούμενο άρθροΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΥΜΑΘ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΞΕΝΟ ΤΩΝ Η Π Α κ ROBERT SANDERS
Επόμενο άρθροΔΗΛΩΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ κ. Θ. ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 90 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ